Σάββατο 27 Απριλίου 2013


Περί κρίσεως….
«Από κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάσαμε στο σημείο ολόκληροι λαοί να γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανωνύμων εμπόρων του χρήματος που ρυθμίζουν βασικά τις οικονομίες των λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως αγορές...οι αποφάσεις των αγνώστων αυτών παραγόντων που δρουν με καλυμμένα πρόσωπα, μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση.....Η αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο, κορυφώνεται στο γεγονός ότι το 20% του πληθυσμού του πλανήτη που ζει στις πλούσιες χώρες καταναλώνει το 80% του πλούτου της γης».
Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος

«Εδώ και δυόμισι χρόνια λοιπόν έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε η λεγόμενη πολιτική των μνημονίων να αποκτήσει κάποιου είδους ηθική νομιμοποίηση μέσα από το επιχείρημα περί της ιδιαίτερης ελληνικής παθογένειας. Σε πολλές δημόσιες αναλύσεις το τελικό συμπέρασμα υπέρ των προγραμμάτων βίαιης «δημοσιονομικής προσαρμογής» ερχόταν έπειτα από πυρά κατά του παρασιτικού και ανεύθυνου τρόπου ζωής των προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, μια πολύ συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυτή δηλαδή η οποία ακολουθείται από τα κυβερνητικά σχήματα όλης της περιόδου, καλύφθηκε συστηματικά πίσω από φράσεις για την αναμόρφωση ηθών και νοοτροπιών. Απέναντι μάλιστα στις φωνές των αντιδρώντων και στις λογής κοινωνικές διαμαρτυρίες, ένα τμήμα των ελίτ φάνηκε να προτάσσει τον ιδεαλισμό της θυσίας και της καρτερίας ώσπου να υπάρξει κάποιο φως στον ορίζοντα».
Νικόλας Αλ. Σεβαστάκης

«Οι έκτακτοι φόροι επιβάλλονται οριζόντια και ασύμμετρα, δηλαδή άδικα. Υπάρχει σοβαρότατο και διαρκές πρόβλημα, πολιτικό: η αδικία, στο μέτρο που δεν διορθωθεί, μεταφράζεται αυτομάτως σε σύνθλιψη των αδυνάτων και μετασχηματίζεται σε απόγνωση και μίσος, απειλεί με κερματισμό και τυφλότητα του κοινωνικού σώματος».
«Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του. Νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός. Το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία. Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό».

«Το σοκ συνεχίζεται αδιάκοπο….. Το πολιτικό φρόνημα βρίσκεται στο ναδίρ, λόγω κόπωσης και φόβου· η ήττα ποτίζει τον πληθυσμό. Στο διαδοχικά τιθέμενο δίλημμα «Το λιγότερο κακό ή το χειρότερο» η Ελλάδα επιλέγει διαρκώς το Λιγότερο Κακό, και βυθίζεται διαρκώς στα χειρότερα. Τρία χρόνια τώρα, και ο βυθός δεν έχει φανεί ακόμη. Πολύ περισσότερο, το λυγισμένο φρόνημα δεν επιτρέπει να εκδιπλωθούν οι ναρκωμένες και λανθάνουσες δυνάμεις· κι είναι πολλές. Η ηττοπάθεια, η μεμψιμοιρία, η παράλυση, η αυτοϋποτίμηση, ο γραικυλισμός, η σύγχυση ταυτότητας είναι χειρότερες απ’ όλες τις πτωχεύσεις».
                                                                                         Ν. Ξυδάκης

 «Πληθαίνουν τα παιδιά ενός κατώτερου θεού, που δεν ανήκουν ούτε στη λέσχη του ευρώ ούτε στη λέσχη της δραχμής, αλλά θα έπρεπε να ανήκουν στη λέσχη του παιχνιδιού, της καλής διατροφής, της χαράς και της μάθησης».
                                                                                          Μ. Τζιαντζή

«Σήμερα που ξυπνάνε πάλι οι δαίμονες του ολοκληρωτισμού και της πολυεθνικής ταξικής ολιγαρχίας, η ανάδειξη της θετικής σημασίας του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας και η επανασύνδεσή τους με την πρωταρχική δημοκρατική τους ουσία είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη. Ανάγκη ιδιαίτερη, ειδικά για την Ελλάδα, όπου, υπό τις συνθήκες της σημερινής κρίσης, η υπεράσπιση του εθνικού κράτους είναι το ύστατο ανάχωμα για τη διαφύλαξη της εθνικής μας ελευθερίας. Τα επιτεύγματα του νέου ελληνισμού, που συχνά υποβαθμίζουμε και περιφρονούμε, δεν πρέπει να ακυρωθούν επειδή το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε αντάξιο των προσδοκιών του έθνους. Κατάρρευση του εθνικού κράτους σήμερα, θα γεννήσει φαινόμενα παρόμοια της υστεροβυζαντινής περιόδου και μια νέα διπλή κατοχή. Πρόκειται για φαινόμενα που ήδη ζούμε και προδιαγράφουν ένα μέλλον οικονομικής, πολιτικής και τελικά πνευματικής υποδούλωσης. Ένα μέλλον σκοτεινό, χωρίς Ελευθερία, χωρίς το μείζον δηλαδή αγαθό που δίνει νόημα όχι μόνο στον ελληνικό κόσμο αλλά σε όλη την ιστορία του ανθρώπου».
                                                                                             Κ. Χατζηαντωνίου



Σάββατο 20 Απριλίου 2013


Merkel, shut up!

Του ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ


ΚΟΙΤΑ τώρα ποιοι τολμάνε και μιλάνε! Εκείνοι που αιματοκύλησαν, έκαψαν και κατέστρεψαν την Ευρώπη. Εκείνοι που για τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια ακόμα θα πρέπει, όταν μας βλέπουν, να σκύβουν το κεφάλι και να ψιθυρίζουν: «Συγγνώμη»!
ΚΟΙΤΑ ποιοι μιλάνε! Οι Γερμαναράδες… Που τις προάλλες, δηλαδή απ’ τον Μάιο ώς τον Αύγουστο του 1941, ο κατοχικός στρατός τους «αγόραζε» ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες με πλαστά γερμανικά χαρτονομίσματα! Οταν οι Γερμανοί αξιωματούχοι πήγαν στις ελληνικές τράπεζες να αλλάξουν τα μάρκα τους με δραχμές, αποδείχτηκε πως αυτά είχαν τυπωθεί απ’ την ανύπαρκτη Τράπεζα Πίστεως του Ράιχ. Κανένα απ’ αυτά τα χαρτονομίσματα δεν είχε αριθμό και δεν έφερε την υπογραφή κάποιου μέλους του χιτλερικού οικονομικού επιτελείου…
ΣΤΗ συνέχεια οι… παππούδες της Μέρκελ, αφού αρπάξανε όσες ράβδους χρυσού δεν πρόλαβε να πάρει μαζί της στην Αφρική η κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού και του Γεωργίου του Β’, απέσυραν τα ελληνικά κέρματα απ’ την αγορά, τα έλιωσαν και καβατζώσανε τρεισήμισι τόνους ασήμι και άλλους τρεισήμισι τόνους νικελίου που χρησιμοποιήθηκαν στην πολεμική βιομηχανία του Γ’ Ράιχ.
Η «ελληνική» κατοχική κυβέρνηση δάνεισε, μάλιστα, τριάμισι δισεκατομμύρια μάρκα στη χιτλερική Γερμανία στη… συμφωνία της Ρώμης. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που… δάνεισε τους κατακτητές της! Δανεικά κι αγύριστα… Λίγο πριν μπει στο Βερολίνο ο κόκκινος στρατός, οι γερμανικές οικονομικές υπηρεσίες… ετοιμάζονταν να μας αποπληρώσουν δόση 470 εκατομμυρίων μάρκων. Στη συνέχεια το δάνειο αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί αναλογικά από τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία. Ούτε ένα μάρκο δεν πήραμε. Το ποσό αυτό που μας χρωστάει η Γερμανία ανέρχεται σήμερα στα 14 δισ. ευρώ.
ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΜΕ περισσότερο απ’ όλους στους ναζί και μόνο γι’ αυτό η Ευρώπη οφείλει να μας είναι αλληλέγγυη στα δύσκολα και αιωνίως να μας ευγνωμονεί! Γιατί εμείς καθυστερήσαμε τον Χίτλερ και αναγκάστηκε να πάει μες στα χιόνια και να ηττηθεί στη Ρωσία. Αντισταθήκαμε 219 μερόνυχτα στον άξονα! Με δεύτερους τους Νορβηγούς, 61 μέρες και τρίτη την υπερδύναμη της εποχής Γαλλία, που αντιστάθηκε μόλις 43 μέρες.
Η Ελλάδα είχε τις περισσότερες ανθρώπινες απώλειες. Στις μάχες των 219 ημερών έχασαν τη ζωή τους 13.676 Ελληνες στρατιώτες, ενώ οι συνολικές απώλειες την περίοδο της γερμανικής κατοχής (μάχες, εκτελέσεις, κακουχίες, πείνα) ξεπέρασαν το 10% του ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή 750 χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές. Οταν οι Ρώσοι είχαν απώλειες 2,8% του πληθυσμού, οι Ολλανδοί 2,2% και οι Γάλλοι 2%. Κι όλα αυτά έγιναν τις προάλλες…
ΕΤΣΙ λοιπόν, αγαπητέ Γερμαναρά, που σου αγοράζουμε τα όπλα, τις Μερσεντές, τις BMW και μας δίνεις μίζες για να κυβερνάει εδώ η Ζίμενς, όταν μας μιλάς πρέπει να κατεβάζεις το κεφάλι και να ψιθυρίζεις ταπεινά: Συγγνώμη… Αφού μας ακουμπήσεις πρώτα τα 275 εκατομμύρια ευρώ που μας χρωστάς απ’ τις επανορθώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα 14 δισ. από το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο που σου δώκαμε.
ΠΡΙΝ στραβομουτσουνιάσεις, ω Μέρκελ, δώσε μας τα 5 δισ. ευρώ που μας χρωστάς από την εποχή της ουδετερότητάς μας και τα 51 δισ. που έχουν φτάσει οι αποζημιώσεις που μας χρωστάς βάσει των αποφάσεων της Διάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων του 1946.
ΕΜΕΙΣ, ω Μέρκελ, δεν… υποβάλαμε τη χώρα σας σε εξήντα έξι ολοκαυτώματα. Εμείς δεν κάψαμε ποτέ κάποια γερμανική πόλη. Οπως κάνατε εσείς στο Δίστομο ή στον Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης. Οπου βάλατε, ω Μέρκελ, σ’ ένα φούρνο 149 Ελληνες, ανάμεσά τους παιδιά, βρέφη, και τους κάψατε ζωντανούς. Το θυμάσαι, Αγγέλα; Μας ζητάς συγγνώμη όποτε μας βλέπεις; Μας αποζημίωσες ποτέ; Γι’ αυτό, shut up, Merkel!









Aγιότητα
Λειβαδίτης Tάσος
Hμερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.
Kύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.
(από την Ποίηση. Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος 1991)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

του Χρήστου Βακαλόπουλου

Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.
      Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
      Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
      Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Η διαλεκτική της Εστίας



Του Νίκου Ξυδάκη
Το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας, ύστερα από 130 χρόνια λειτουργίας στο αθηναϊκό κέντρο, σημαίνει κάτι περισσότερο από οικονομική κρίση και διαχειριστική αστοχία. Ασφαλώς, καμία επιχείρηση δεν είναι αιώνια, και τα προκύπτοντα κενά κάπως καλύπτονται πάντα. Αλλά με αφορμή την κηδεία σ’ ένα δρόμο ήδη γεμάτο από κηδειόχαρτα «ενοικιάζεται» και σκοτεινές βιτρίνες, αξίζει να αναλογισθούμε τι σηματοδοτεί η πρόσφατη απώλεια.
Τοπικά. Η Σόλωνος για πολλές δεκαετίες ήταν ένα μυθικό ποτάμι βιβλίων. Παρότι εκβάλλει από το Κολωνάκι των μπουτίκ, λίγες καθέτους πιο κάτω η μορφολογία του άλλαζε: παλαιοπωλεία, κορνιζάδικα, η τέχνη λοιπόν, κι αμέσως μετά η Εστία, ένα ξέφωτο, πριν απ’ τη Νομική. Εκεί άλλαζε όλο το ποτάμι: κατέβαζε πια βιβλία, φοιτητές, μαθητές φροντιστηρίων, καθηγητές, εκδότες, ποιητές και λογίους. Η Εστία, η Ενδοχώρα, η Νομική, τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα νομικά βιβλιοπωλεία, το Θεμέλιο, στην Ασκληπιού η Δωδώνη παλιά, η Πολιτεία τώρα, ο Γρηγόρης, ο Τολίδης, ο Λιβάνης, στην Ιπποκράτους Χρηστάκης, Παπαδήμας, Καρδαμίτσας, και ιδού το Χημείο, εδώ ο νεαρός–παλαιός Ναυτίλος, μπαίνουμε μαλακά στα Εξάρχεια· πιο χαμηλά η Πρωτοπορία και το Εναλλακτικό, και παντού μέσα στα Εξάρχεια εκδοτικοί οίκοι, τυπογραφεία, φροντιστήρια.
Έτσι ήταν. Όχι πια. Το κλείσιμο της Εστίας όχι μόνο στερεί την εναρκτήρια σηματοδότηση της Σόλωνος των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά σημαίνει και το στέρεμα μιας από τις τελευταίες πηγές του ποταμού. Πολύ πριν από την πτώχευση, η Σόλωνος είχε φτωχύνει και αλλάξει· έκλειναν βιβλιοπωλεία και άνοιγαν φούρνοι και καφενεία. Οι φιλόδοξες υπεραγορές προσείλκυαν το βιβλιοαγοραστικό κοινό, το αποσπούσαν από τους παραδοσιακούς βιβλιοπώλες. Ο Ελευθερουδάκης υψώθηκε τεράστιος σαν Ντίσνεϊλαντ στην Πανεπιστημίου, έκανε φραντσάιζ και μοντερνιές, φέσωσε όλους τους εκδότες, κατέστρεψε οικονομικά τον σπιτονοικοκύρη του, το Ιδρυμα Μιχελή, και συνεχίζει εν φθορά φεσώνοντας την Αθηναϊκή Λέσχη στην οδό Αμερικής.
Τι άλλο σημαίνει η νεκρή Εστία; Ότι η αστική τάξη των Αθηνών δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε ένα βιβλιοπωλείο. Ούτε σαν στέκι, ούτε σαν πηγή ενημέρωσης, ούτε σαν εστία γνώσης και καλλιέργειας. Ίσως επειδή δεν υπάρχει αστική τάξη, που να διαβάζει και να αναζητεί τέτοιο στέκι. Ή επειδή η νέα ανώτερη τάξη, η οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχη, δεν χρειάζεται βιβλιοπωλείο–στέκι και σημείο αναφοράς, δεν χρειάζεται ιστορικό κέντρο, δεν χρειάζεται φιλολογικά και πολιτικά καφενεία, δεν χρειάζεται δισκάδικο Pop 11, διάλογο, τριβή, ανταλλαγές. Δεν χρειάζεται το κομψό ουζερί Ορφανίδη: στη θέση του βάζει ένα κοσμηματοπωλείο. Δεν χρειάζεται Απότσο, Μπραζίλ και Μπραζίλιαν με ωδές ποιητών. Δεν χρειάζεται τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Δημήτρη Χριστοδούλου και την Ελένη Βακαλό στα καφέ ούτε τους Χατζιδάκι – Γκάτσο στου Ζόναρς. Η νέα ανώτερη τάξη εκπροσωπείται από τον εκάστοτε Μάκαρο στα καφέ της πλατείας και από εγχώριους χρυσοκάνθαρους στα τένις κλαμπ των βορείων προαστίων· οι μορφωτικές της ανάγκες ικανοποιούνται με «γκλόσι» περιοδικά, ποπ κορν, μολ και μούλτιπλεξ.
Η ερήμωση του ιστορικού κέντρου από αστικά τοπόσημα συμβαδίζει με την ανθρωπολογική και ταξική αναδιάρθρωση των Αθηνών. Οι έχοντες πλούτο και ισχύ όχι μόνο αποσύρονται από το κέντρο, αλλά αποσύρονται και από το αστικό έθος· δεν χρειάζονται, δεν εκτιμούν και δεν ανέχονται να έχουν βιβλιοπώλη τον Μιχάλη Γκανά και δισκοπώλη τον Τάσο Φαληρέα.
Τα ελάχιστα εναπομείναντα στέκια συντηρούνται από τη μεσαία τάξη της Μεταπολίτευσης: δεν είναι πλούσιοι, είναι μικροαστικής καταγωγής ως επί το πλείστον, αλλά τρέφονται ακόμη με συζήτηση και ποικίλα μορφωτικά αγαθά. Το Φίλιον–Ντόλτσε, λ.χ.: το τελευταίο ανοιχτό, δημοκρατικό καφενείο του κέντρου που είναι στέκι, προσελκύει ετερόκλητο πλήθος διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών, μιντιακών, περιοίκων, ντεμπιτάντ, τεθλιμμένων συγγενών από μνημόσυνα του Αγίου Διονυσίου, κυριών με τσάντες από ψώνια. Το Φίλιον είναι το άνω όριο των ριζοσπαστικών–πληβειακών Εξαρχείων, καθώς προεκτείνονται προς το συντηρητικό–αστικό Κολωνάκι· ορίζει τον μεταπολιτευτικό άξονα, που ξεκινά από το κλασικό καφέ Φλοράλ της Μπλε Πολυκατοικίας και περατούται στα μισά της Σκουφά. Ενδιαμέσως θάλλουν πολλά μαγαζιά, αλλά ελάχιστα μπορούν να χαρακτηριστούν στέκια. Τα περισσότερα αντέχουν όσο η μόδα τους.
Η Εστία, όπως ακριβώς το Φίλιον ακόμη τώρα, σήμαινε τη δυναμική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο Κολωνάκι της εξουσίας και στα Εξάρχεια της διανόησης. Αυτή η σχέση ερειπώνεται, όλα πάνε αλλού.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Horowitz plays Moonlight Sonata


Λογική, πίστη και επανάσταση




Λογική, πίστη και επανάσταση Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη

Terry Eagleton
μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου

Εκδόσεις Πατάκη, 2011
237 σελ.
ISBN 978-960-16-4209-3, [Κυκλοφορεί]






Ο Terry Eagleton, πανεπιστημιακός καθηγητής λογοτεχνίας και πολιτισμικής θεωρίας και ειδήμονας στον μαρξισμό, εξηγεί γιατί η απόρριψη της θρησκείας είναι η ρίζα των περισσότερων από τα δεινά μας. Επιστρέφοντας στις χριστιανικές του ρίζες, επιτίθεται στους "νέους αθεϊστές" όπως ο Richard Dawkins και ο Christopher Hitchens και συνηγορεί υπέρ της πίστης. Πράγματι, δεν είναι πολλοί οι "αριστεροί" χριστιανοί - όμως ο χριστιανισμός είναι "αριστερός" από τη φύση του: βοηθάει τους φτωχούς και τους αρρώστους, μιλάει εξ ονόματος όσων δεν έχουν φωνή... Οι αθεϊστές, λέει ο Eagleton, έχουν μια αφελή ιδέα για τον Θεό και τη θεολογία- η καταγγελία περί "αυταπάτης" είναι μια παρανόηση, μια γενίκευση, μια υπεραπλούστευση... Προτού μιλήσετε εναντίον της θρησκείας, πρέπει να την καταλάβετε!


Το "Λογική, πίστη και επανάσταση" δε γράφτηκε για να αρέσει σε όλους: μαζί με την αθεΐα, ο Eagleton σχολιάζει το πώς η χριστιανική εκκλησία έχασε την υπόληψή της, το πώς πρόδωσε ξανά και ξανά τον εαυτό της. Το βιβλίο καταλήγει σε ιδέες που υπερβαίνουν τα διλήμματα της πίστης: μήπως η επιμονή στην πρόοδο είναι μια μορφή ύβρεως; Μήπως ο Διαφωτισμός ευθύνεται για την έλλειψη πνευματικότητας που μας διακρίνει; Και γιατί αναφερόμαστε τόσο συχνά στην ισπανική Ιερά Εξέταση και τόσο σπάνια στη Χιροσίμα; Η επιστήμη μπορεί να αποβεί πολύ πιο καταστροφική από τη θρησκεία... Το βιβλίο "ταράζει τα νερά" - της μοντέρνας λογικής: ο Eagleton πιστεύει στον Θεό, όχι επειδή η ύπαρξή του μπορεί να αποδειχθεί αλλά επειδή την αισθάνεται μέσω της βίωσης. Αυτή η βίωση οδηγεί στην επανάσταση: υπάρχουν θρησκευόμενοι καλόγεροι και θρησκευόμενοι επαναστάτες· κι οι χριστιανικές παραβολές αντανακλώνται στην ιστορία της διεθνούς επανάστασης. Ο χριστιανισμός είναι η αναζήτηση της αρετής - όπως και ο σοσιαλισμός.

Ελεύθεροι κατακτημένοι


Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω...
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.
Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.

Αλκίνοος Ιωαννίδης
24 Μαρτίου 2013

Η παράδοση ως κίνδυνος και ως ελπίδα (Μέγαρο Μουσικής, 1.4.2013)


Υλιστική κεφαλαιοκρατία και Χριστιανική φιλανθρωπία


     Είναι γνωστό ότι η επιβολή του Κεφαλαιοκρατικού συστήματος (Καπιταλισμού) στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα δημιούργησε τρομακτικά προβλήματα και έχει αποβεί καταστροφική για ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου ανθρώπινου πληθυσμού.
 Πολλά είναι άλλωστε τα γεγονότα που πιστοποιούν τα τελευταία χρόνια και την ιδεολογική αμφισβήτηση της Παγκοσμιοποίησης, ακόμα και στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών: κινήματα πολιτικής ανυπακοής, τρομοκρατικές επιθέσεις, προβλήματα στο κοινωνικό μοντέλο. Η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το οποίο στόχευε στη μετατροπή της οικουμένης σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια, αποτέλεσε την υποτιθέμενη λύτρωση από τα δεινά της Μαρξιστικής θεωρίας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στην πράξη, δυστυχώς, προκάλεσε νέα, ίσως και μεγαλύτερα δεινά στην ανθρωπότητα. Και αυτό, γιατί στηρίχτηκε σε έναν καθαρά υλιστικό-αντιπνευματικό χαρακτήρα ερμηνείας της ζωής, ο οποίος αποθεώνει την ιδιωτική οικονομία και την ελεύθερη αγορά έξω από κάθε πνευματικό και ηθικό προσανατολισμό.
 Με την κατάρρευση του Κομμουνισμού του 1989 στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Καπιταλισμός προσλαμβάνει παγκόσμια διάσταση. Την υλοποίησή του αναλαμβάνουν ισχυρές πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες ουσιαστικά ελέγχουν τις κυβερνήσεις των κρατών. Αιτία αυτού η εφαρμογή του Νεοφιλελευθερισμού και κατ’ επέκταση ο περιορισμός του κρατικού παρεμβατισμού. Η πρόσφατη οικονομική κατάρρευση εθνικών τραπεζών και η χρεωκοπία εθνικών οικονομιών αποδεικνύουν την αποτυχία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος να αποτελέσει ένα δίκαιο σύστημα κατανομής του πλούτου. Αντίθετα, επιβεβαιώνει καθημερινά τον κοινωνικά δαρβινιστικό του χαρακτήρα, αφού ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος.
Το βασικό πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος είναι ο υλιστικός και αντιπνευματικός του χαρακτήρας. Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στηρίζεται κατά βάση στη συσσώρευση του πλούτου και στο δανεισμό με τόκο. Η Ορθοδοξία αποδοκιμάζει και τα δύο. Οι παραβολές του φτωχού Λάζαρου και του πλουσίου αλλά και του άφρονος πλουσίου καταδεικνύουν με τον πλέον απόλυτο τρόπο την παραπάνω διαπίστωση, όσον αφορά στη συσσώρευση του πλούτου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, ενώ ο Ν. Μπερντιάγιεφ μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «στον Μέγα Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη το Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Μαρξ να χλομιάσουν».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για τον πλουτισμό

Για το δανεισμό με τόκο, πάλι ο Μ. Βασίλειος στο «Κατά τοκιζόντων» αναφέρει «Ψεύδους αρχή το δανείζεσθαι· αχαριστίας αφορμή, αγνωμοσύνης, επιορκίας». Ακόμα τονίζει: «Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μη δανείζεσαι. Μην αποκτήσεις πείρα του αλλόκοτου αυτού θησαυρού, του τόκου». Σε άλλο δε σημείο του έργου του λέει «σκίσε, άνθρωπε, το άδικο γραμμάτιο, ώστε να λυθεί η αμαρτία. Εξάλειψε την ομολογία των βαρύτατων τόκων».
 Για το ζήτημα αυτό, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ισχυρίζεται ότι «η τοκογλυφία είναι μια μορφή ληστείας και φόνου» και ότι «αν δεν υπήρχε το πλήθος των τοκιστών, δε θα υπήρχε το πλήθος των φτωχών».
 Σκόπιμο είναι εδώ να τονιστεί ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη και την ακτημοσύνη, δε στρέφονται μηδενιστικά κατά του κόσμου της ύλης και του χρήματος. Εντοπίζουν το ενδιαφέρον τους στην κακή τους χρήση. Είναι όργανα για την αρετή, γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «ο πλούτος δεν είναι κακό, αν χρησιμοποιείται όπως πρέπει» (Ομιλία στις Πράξεις των Αποστόλων).

Δυστυχία και εκμετάλλευση

Μια άλλη πτυχή του θέματος αφορά το ασυμβίβαστο μεταξύ της Χριστιανικής πνευματικότητας και της εκμετάλλευσης ανθρώπων και λαών. Δυστυχώς, η εφαρμογή του καπιταλιστικού συστήματος προϋποθέτει το κέρδος των λίγων και των ισχυρών σε βάρος των πολλών και των αδυνάτων. Ο Αστέριος, επίσκοπος Αμασείας (τέλη 4ου αιώνα), αναφέρει ότι «είναι απίθανο να συσσωρευτεί τεράστιος πλούτος χωρίς αμαρτία, δίχως την εξαθλίωση και τον πόνο άλλων».
 Και ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες, αλλά κάποιοι που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών…».
 Και σήμερα αυτά επιβεβαιώνονται περίτρανα. Οι πολυεθνικές εταιρείες ελέγχοντας τις κυβερνήσεις των κρατών δεν αποτελούν παρά μηχανές αύξησης των κερδών τους σε βάρος του λαού. Οι σημερινοί οικονομικοί κυβερνήτες του κόσμου είναι οι ηθικοί αυτουργοί της παγκόσμιας ηθικής και πνευματικής αταξίας. Απολυτοποιώντας τα οικονομικά μεγέθη οδήγησαν τις κοινωνίες σε μια πρωτοφανή κρίση ήθους, με απόληξη τη γενικευμένη διάλυση στο όνομα της ελευθερίας των αγορών και όχι των ανθρώπων. Η καπιταλιστική λοιπόν πρακτική της οικονομικής εκμετάλλευσης στο όνομα του κέρδους είναι στη βάση της αντι-χριστιανική.
 Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει ότι «οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού… Εμείς ως Χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού» (Περί φιλοπτωχίας).

Χριστιανική φιλανθρωπία

Η Ορθοδοξία λοιπόν κανέναν Καπιταλισμό δε δημιούργησε. Αντίθετα, το φιλάνθρωπο πνεύμα της δημιούργησε έναν πολιτισμό αποτρεπτικό της πλεονεξίας των εμπόρων και των δυνατών. Η Βασιλειάδα, μια «πόλη φιλανθρωπίας» ως πρότυπο κοινωνίας και αντίποδας της καπιταλιστικής πρακτικής, αποτελεί διαχρονικά μια πρόταση κοινωνικής οργάνωσης βασισμένης στην αγάπη, στην ισότητα και στην αλληλεγγύη.
 Μακριά από κάθε έκφραση επιφανειακής πνευματικότητας και «τακτοποιημένης θρησκευτικότητας» που συνιστούν έναν ακίνδυνο και συμβιβασμένο Χριστιανισμό, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στους «Χαλασοχώρηδες» τολμά να γράψει:
 «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».
 Η τελική κατάληξη του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να είναι άλλη από την καταστροφή, γιατί πρόκειται για σύστημα (αυτο-)καταστροφικό. Και αυτό, γιατί ο Καπιταλισμός είναι καθαρά υλιστικός τόσο στη σύλληψη, όσο και στην εφαρμογή του. Η βελτίωση όμως των όρων και των συνθηκών της ζωής πραγματώνεται με ηθικά και πνευματικά κριτήρια. Σκοπός του ανθρώπου είναι η τελείωσή του και στόχος του να κληρονομήσει τη Βασιλεία του Θεού. Εμπνεόμενος λοιπόν ο άνθρωπος από το όραμα αυτό οφείλει να δράσει ενάντια σε κάθε ανισότητα και αδικία και να συγκρουστεί – όπως ο ίδιος ο Χριστός – με τις δυνάμεις του ιδιοτελούς και αλαζονικού υλισμού, του κακού και της φθοράς.


 Μάριος Μ. Μιχαηλίδης