Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Η γενιά του ναρκισσισμού
  Αστερόπη Λαζαρίδου

Η ιστορία του Νάρκισσου, με τις διάφορες εκδοχές της, είναι μία από τις δημοφιλέστερες της μυθολογίας. Ο νέος από τη Βοιωτία, θαμπωμένος από την ομορφιά του που καθρεφτίζεται στο νερό, πεθαίνει από μαρασμό εξαιτίας του ανικανοποίητου έρωτα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ναρκισσισμός, η εμμονική αυταρέσκεια που μπορεί να καταλήξει σε πάθηση, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχει από τότε που ο άνθρωπος πρωτοσυνάντησε το είδωλό του. Σήμερα, όμως, που ο καθένας ανεβάζει δεκάδες είδωλά του χάρη στην κατάρα και ευλογία των social media, ο ναρκισσισμός, εκτός από υπαρκτός, είναι και ψηφιακός. Οι διαταραχές που προκαλούνται από τη μανία της εξαντλητικής αυτοφωτογράφισης και της online υπερέκθεσης απασχολεί όλο και πιο συχνά τα ψυχιατρικά συνέδρια, με τους ειδικούς να επιμένουν ότι η υπέρμετρη προσήλωση στο «εγώ και ο εαυτός μου», εκτός από γραφική, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί και επικίνδυνη.

Εγώ, εγώ, εγώ
Η λέξη «selfie», όπως ορίζεται η σύγχρονη αυτοπροσωπογραφία που βγάζει κάποιος με το κινητό του και κατόπιν την ανεβάζει στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιλέχθηκε ως «Λέξη της χρονιάς» για το 2013 από το Βρετανικό Λεξικό της Οξφόρδης. Παράλληλα, οι νέοι κανονισμοί του περίφημου επιτραπέζιου παιχνιδιού Scrabble τη δέχονται πλέον ως σωστή και οι παίκτες κερδίζουν πόντους όταν τη σχηματίζουν. Μία λέξη ισοδυναμεί πλέον με χίλιες εικόνες. Πόσα αντίγραφα του εαυτού σου μπορείς να βγάλεις ώσπου να τον ερωτευθείς παράφορα ή να μην αντέχεις άλλο να τον βλέπεις; Η απόσταση από το ένα στάδιο στο άλλο δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε.

Νάρκισσοι υπήρχαν πάντα. Από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η διαφορά είναι ότι έχουν πλέον πολλά εργαλεία στα χέρια τους: Facebook, Pinterest, Twitter, Foursquare, Instagram. Οι έρευνες μαρτυρούν ότι τα επίπεδα του ναρκισσισμού είναι πολύ υψηλότερα σε σύγκριση με τις περασμένες γενιές και δεκαετίες και όλο και περισσότερα τεστ γίνονται για να μετρηθεί η στάθμη της επικίνδυνης εγωμανίας σε άνδρες και γυναίκες. Και όπως αποκαλύπτουν αμερικανοί ψυχολόγοι, τα προφίλ των χρηστών του Facebook είναι ο πιο έγκυρος τρόπος για να επαληθεύσουν αν οι ερωτηθέντες είπαν την αλήθεια ή όχι.

«Παρακολουθώ και θαυμάζω τη δουλειά σου μέσω Facebook εδώ και αρκετό καιρό. Οι φωτογραφίες που βγάζεις είναι εκπληκτικής αισθητικής. Παίρνω, λοιπόν, το θάρρος να σου ζητήσω μια χάρη. Εδώ και λίγο καιρό χώρισα με τον φίλο μου, αλλά τον θέλω πίσω. Και σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος να τον ξανακερδίσω είναι να του τραβήξω την προσοχή μέσα από φωτογραφίες που θα μου βγάλεις εσύ. Θέλω να με αναδείξεις, να γίνω μια από τις ηρωίδες σου, να με κάνεις να θυμίζω σταρ του σινεμά»: αυτό το μήνυμα βρήκε στην προσωπική της «αλληλογραφία» στο Facebook φίλη φωτογράφος και σκηνοθέτις. Μια άγνωστη γυναίκα σε ερωτική απελπισία τής ζητούσε να τη μεταμορφώσει σε κάτι που δεν είναι, προκειμένου να θαμπώσει και να ξανακερδίσει την καρδιά του πρώην της. Το νερό της λίμνης όπου άλλοτε πνίγηκε ο Νάρκισσος έχει δώσει τη θέση του στο γυαλί της οθόνης, που είναι εξίσου θολό και παραπλανητικό.

Η εκδίκηση του κοινού θνητού
Ο ναρκισσισμός ξεσπά και εξαπλώνεται σαν επιδημία. Εχουμε να κάνουμε με την εκδίκηση του κοινού θνητού, του μέσου ανθρώπου, ο οποίος, ζηλεύοντας και χλευάζοντας επί χρόνια τη ζωή των σταρ, τώρα έχει βαλθεί να τους αντιγράψει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πάντα αποτελούσε είδηση το τι παρήγγειλε η Μαντόνα, ακόμη και η εγχώρια Μενεγάκη, σε ένα εστιατόριο. Ή τι φοράει όταν πηγαίνει για ψώνια. Ή πού έκανε διακοπές. Τώρα πια, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα «επώνυμα» πρόσωπα, είμαστε εμείς οι παπαράτσι του εαυτού μας. Μας καταδιώκουμε, δεν μας αφήνουμε στιγμή σε ησυχία. Μας πιέζουμε να κάνουμε δηλώσεις για το πώς αισθανόμαστε, προτού καλά καλά φτάσουμε στον προορισμό μας: «ενθουσιασμένος στην περιοχή Φάληρο» / «ευλογημένη στη βάφτιση της κορούλας μου Μαρίας-Ηλέκτρας». Μας αιφνιδιάζουμε με αυθόρμητα snapshots που τραβάμε τον εαυτό μας μόλις ξυπνήσουμε ή λίγο προτού κοιμηθούμε, όταν τρώμε, αφού φάμε, όταν βγαίνουμε από τη θάλασσα, όταν φιλιόμαστε με το άλλο μας μισό.

Δίπλα στις χίλιες εικόνες, έρχονται να προστεθούν και οι ισάριθμες λέξεις - «πεινάω, διψάω, νυστάζω, θέλω παγωτό» - σαν προστάγματα κακομαθημένων πριγκιπόπουλων που έχουν εκατοντάδες αυλικούς, κι εκείνοι με τη σειρά τους, αντί να τσακιστούν για να τα ικανοποιήσουν, απλώς κάνουν «like». Και αυτό μοιάζει αρκετό. Αλλοι, πάλι, προτιμούν τη ρητορική, τις πολιτικές αναλύσεις. Το να εκθέτεις την άποψή σου σε μια πλατφόρμα όπως το Facebook είναι κάτι παραπάνω από θεμιτό, όταν όμως γράφεις ακατάπαυστα στα ψηφιακά fora κάνοντας τους πάντες να αναρωτιούνται πότε προλαβαίνεις να κάνεις οτιδήποτε άλλο (κάτι που συμβαίνει ακόμη και με συγκεκριμένους πολιτικούς, που δουλεύουν παρέα με το Τwitter τους), τότε έχουμε να κάνουμε με την άλλη όψη του ναρκισσιστικού νομίσματος. Με τη λαλίστατη λεζάντα κάτω από την εξίσου φλύαρη φωτογραφία.

Εμείς και οι «σημαντικοί άλλοι»
Η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Νάντια Τσιλιάκου εξηγεί: «Τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητας τους τούς επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται από τους ειδικούς ναρκισσιστικά. Ολοι μας νιώθουμε ευάλωτοι απέναντι στο ποιοι είμαστε, πόση αξία έχουμε, και προσπαθούμε να ζούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να προκύπτουν θετικά συναισθήματα για τον εαυτό μας. Το συναίσθημα υπερηφάνειας και αποδοχής αυξάνεται όταν οι "σημαντικοί άλλοι" μάς αποδέχονται και "τραυματίζεται" όταν μας απορρίπτουν. Ορισμένοι βέβαια από εμάς ασχολούνται σε δυσανάλογο βαθμό με την εικόνα που προβάλλουν προς τα έξω, ακόμη και αν κάποιες φορές εξαπατούν τους άλλους. Με άλλα λόγια, στον νάρκισσο υπάρχει δυσκολία αυτοαποδοχής και δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων».

Και συμπληρώνει σχετικά με την online επιδημία: «Διανύοντας την εποχή των social media με την ευκολία προβολής του ιδανικότερου εαυτού μας μέσω αυτών, χωρίς απαραίτητα να απαιτείται να έχουμε ουσιαστική επαφή και σχέση με τους διαδικτυακούς "φίλους" μας, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια εμμονή προβολής που εύκολα τροφοδοτείται και αυξάνεται ανάλογα με την ποσότητα των "like" που θα πάρουμε π.χ. σε κάθε selfie φωτογραφία, ενισχύοντας έτσι θετικά τη χαμηλή αυτοπεποίθηση που κρύβει ο ναρκισσισμός μας. Την εξέλιξη τέτοιων συμπεριφορών δεν τη γνωρίζουμε ακόμη, ωστόσο αξίζει να τονιστεί ότι δεν αποτελεί έναν θεραπευτικό τρόπο ουσιαστικής βελτίωσης της αυτοπεποίθησης ενός ατόμου, αλλά προσωρινής εξιδανίκευσης, χωρίς όμως το γνήσιο συναίσθημα. Ποιες πρέπει να είναι οι άμυνές μας; Να επαναπροσδιορίσουμε τη σημαντικότητα των social media στην καθημερινή μας ζωή, να σκεφτούμε τις σχέσεις μας και το κομμάτι της κριτικής ως προς τον εαυτό μας και τους άλλους, να αγαπάμε χωρίς να εξιδανικεύουμε και να εκφράζουμε γνήσια συναισθήματα χωρίς να ντρεπόμαστε».

Γύρω από τη ναρκισσιστική φρενίτιδα έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία βοηθημάτων - υπάρχουν ακόμη και μάνατζερ που σε βοηθούν να χτίσεις ιδανικά fan bases στο Facebook. Υπάρχουν ακόμη και πλασματικοί social media followers, σαν βαλτοί πελάτες στα νυχτομάγαζα, που λόγω κρίσης κάθονται στα πρώτα τραπέζια για να μη φαίνεται άδειο το κέντρο «διασκεδάσεως».

Ολο και πιο συχνά, οι ψυχοθεραπευόμενοι μιλούν στον ψυχοθεραπευτή τους για την εικονική και όχι για την πραγματική ζωή τους. Σύμφωνα με έρευνες, επτά στους δέκα χρήστες θα συνδεθούν - αν είχαν αποσυνδεθεί -
στο Facebook με το που θα ξυπνήσουν και προτού καν πάνε στην τουαλέτα. «Εγώ έχω το smartphone στο μαξιλάρι δίπλα μου και κοιμάμαι μαζί του σαν να είναι ο φίλος μου» μου είπε πρόσφατα μια φίλη. Ο φρενήρης διαγωνισμός δημοτικότητας μας γυρίζει πίσω στο βασανιστικό σκηνικό του σχολείου, όταν το μόνο που σε ένοιαζε ήταν αν φοράς τα καλύτερα αθλητικά παπούτσια σε όλο το προαύλιο. Αν η «φωτογραφία προφίλ» που μόλις ανέβασες δεν πήρε τα αναμενόμενα «like» μέσα στο πρώτο κρίσιμο πεντάλεπτο, καταφεύγεις σε σπασμωδικές κινήσεις, αλλάζοντας τη μία μετά την άλλη, όπως αλλάζεις μπλούζες μπροστά στον καθρέφτη όταν νιώθεις ότι τίποτα δεν σου πάει.

Ο ηλεκτρονικός πόνος της απόρριψης
Εκτός, λοιπόν, από τους δεκάδες λόγους που έχει κάποιος να νιώσει στενάχωρα στην καθημερινότητά του, έρχεται να προστεθεί και ένας ακόμη: η ιντερνετική απόρριψη. Ολο και περισσότεροι χρήστες του Διαδικτύου δηλώνουν ευθαρσώς σε ερωτηματολόγια ότι η διάθεσή τους εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από το πόσους σηκωμένους αντίχειρες θα βρουν κάτω από κάθε δημοσίευσή τους, ενώ το να τους διαγράψει κάποιος από φίλο είναι ικανό να τους καταρρακώσει.

Η selfie ως selfie δεν είναι καινούργια ανακάλυψη. Selfies βγάζαμε και στα 80s με μηχανές πολαρόιντ ή με Kodak fun μιας χρήσης. Το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που θα δώσεις όνομα σε αυτό που κάνεις, η αθώα και αυθόρμητη φωτογραφία της στιγμής δεν είναι πια ούτε τόσο αθώα ούτε τόσο αυθόρμητη. Καταντάει μεγαλεπήβολο πρότζεκτ.

Φωτογραφίζουμε αδηφάγα τον εαυτό μας που παίρνει μπλαζέ ή φιλήδονες πόζες όπως οι Γιαπωνέζοι φωτογραφίζουν με μανία τη Μόνα Λίζα στο Λούβρο. Παράγουμε ασταμάτητα αυτοπροσωπογραφίες και τις εκθέτουμε σε εικονικές γκαλερί. Οπως στην τέχνη, όμως, έτσι και στη ζωή, όσο πιο πολλά είναι τα αντίτυπα που βγάζεις, τόσο μειώνεται η αξία του πρωτότυπου.

Το φλερτ με την αυτοκαταστροφή
Ο ναρκισσισμός σε ελεγχόμενες ποσότητες δεν βλάπτει. Σε υπερβολικές δόσεις, όμως, μπορεί να εξελιχθεί ακόμη και σε πάθηση. Ο πρώτος επίσημα καταγεγραμμένος Βρετανός με εθισμό στα selfies είναι ο 19χρονος Ντάνι Μπάουμαν, ο οποίος έδωσε και συνέντευξη στην εφημερίδα «Mirror». Το όνειρό του να τραβήξει την «τέλεια selfie» μετατράπηκε σε αρρωστημένη εμμονή, με τον ίδιο να φτάσει στο σημείο να παρατήσει το σχολείο, να χάσει 15 κιλά, να μη βγαίνει από το σπίτι επί έξι μήνες, τραβώντας κατά μέσο όρο εκατό φωτογραφίες του εαυτού του, επί δέκα ώρες την ημέρα.

Η μητέρα του τον βρήκε λιπόθυμο, όταν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας χάπια, επειδή δεν είχε καταφέρει να τραβήξει τη φωτογραφία των ονείρων του. Αργότερα, στο νοσοκομείο, η περίοδος απεξάρτησής του από το κινητό του διήρκεσε αρκετό καιρό, με τον ίδιο αρχικά να καταφέρνει να αντέχει χωρίς το τηλέφωνό του για 15 λεπτά, ενώ στη συνέχεια μισή και μία ώρα.

Μια κοινωνία σε πρώτο ενικό
Η συγκεκριμένη ιστορία σίγουρα δεν χαρακτηρίζει την πλειονότητα των χρηστών των social media, όσο εθισμένοι και αν είναι με την απαθανάτιση του ειδώλου τους. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στον έξω κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε εντός Διαδικτύου είναι πάνω-κάτω ο ίδιος με εκείνον όταν έχουμε βγει για να διασκεδάσουμε, να επικοινωνήσουμε, να ζήσουμε: ζευγάρια αμίλητα που θα βρουν σημείο επαφής μόνο όταν θα βγει το tablet πάνω στο τραπέζι της καφετέριας. Συντροφιές ολόκληρες που απαρτίζονται από πρόσωπα τα οποία φωταγωγούνται από τις οθόνες των smartphones, καθώς κομπάζουν στο Facebook πόσο καλά περνούν στο τάδε μπαρ. Η μοναξιά υπήρχε πάντα, απλώς τώρα κυκλοφορεί με πιο φαντεζί αξεσουάρ. Ο ναρκισσισμός, το χαϊδευτικό του ατομικισμού, αριθμεί πλέον στρατιές ατόμων μοναχικών και ολομόναχων: δεν θέλω να παντρευτώ ούτε και να συζήσω, τα λεφτά που βγάζω θέλω να τα τρώω όλα μόνος μου, να μη δίνω λογαριασμό σε κανέναν.

Μια κοινωνία σε πρώτο ενικό με τις φατσούλες emoticon ως μάσκες της σύγχρονης τραγωδίας ή κωμωδίας που βιώνει ο καθένας. Θέλουμε πολλά τετραγωνικά για τον εαυτό μας και πολλά πίξελ για το είδωλό μας. Παραπονιόμαστε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που μας καταλαβαίνουν πραγματικά και, όταν τελικά βρεθούν, νιώθουμε ότι πνιγόμαστε όπως ο Νάρκισσος στο ρηχό νερό, σε μια ύστατη προσπάθεια να ζήσει για πάντα ερωτευμένος με τον εαυτό του.



*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

"​Πολιτικοί και δημοσιογράφοι, και όσοι άλλοι μιλάμε και γράφουμε όχι ιδιωτικά, στην παρέα μας, αλλά δημόσια, με δυνητικό κοινό το πανελλήνιο, θα ’πρεπε να ζυγίζουμε δύο και τρεις φορές τις λέξεις και τις φράσεις μας πριν τους επιτρέψουμε να περάσουν το έρκος των δοντιών μας και να βγουν στην αγορά. Και όχι μόνο για να αποφεύγουμε τους σολοικισμούς –από αμάθεια ή δοκησισοφία–, που βρίσκουν έπειτα μιμητές και διαιωνίζονται. Αλλά πρωτίστως επειδή η αγορά, με τις προσδοκίες και τις ανάγκες της, τον ενθουσιασμό ή την καχυποψία της, λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής βαρύτητας ή σαν συντελεστής διόγκωσης. Και δίνει στα λεγόμενά μας αξία που δεν την έχουν εκ των προτέρων και δεν την αντέχουν εκ των υστέρων".
Π. Μπουκάλας

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 14 Μάιος 2014
www.antifono.gr  

Το 2004 ο Νικόλας Σεβαστάκης είχε συμπεριλάβει στην Κοινότοπη χώρα μια υποδειγματική κριτική του περιοδικού ΚΛΙΚ και τουλαϊφτάιλ ως έκφραση του νέου φαντασιακού της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτισμικής ηγεμονίας των νέων αστικών μεσοστρωμάτων.[1]Δέκα χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι ένας τέτοιος θεωρητικός προσανατολισμός δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής, που τείνει να υποτιμά το λαϊφστάιλ ως πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων, αξιών, ιδεολογιών και τρόπων ζωής. Εάν όμως όλη η «μεταμοντέρνα τσογλανιά» της δεκαετίας του 1990 (για να δανειστώ μια γλαφυρή έκφραση του Νίκου Ξυδάκη) συμπυκνώθηκε συμβολικά στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις μέρες μας μια ανάλογη λειτουργία φαίνεται να επιτελείται –σε σημαντικό βαθμό και τουλάχιστον στην περιοχή της πρωτεύουσας– μέσα από τα έντυπα του λεγόμενου freepress. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε από κοντά το ένα από τα δύο δημοφιλέστερα freepress, την εβδομαδιαία εφημερίδα AthensVoice (AV), το πρώτο έντυπο αυτού του είδους που εκδόθηκε στην Αθήνα και μάλλον το πιο εμβληματικό.
Ανατομία ενός τεύχους
Την ιδεολογική προμετωπίδα της εφημερίδας εκφράζει, στην πιο ξεκάθαρη μορφή της, ο εκδότης-διευθυντής Φώτης Γεωργελές. Επιλέγω στην τύχη το editorial ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους (τχ. 473, 13-19 Μαρτίου 2014). Εκεί ο Φ. Γεωργελές επιδίδεται για νιοστή φορά στην υπεράσπιση του μνημονιακού καθεστώτος, τόσο υπό τη μορφή του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού όσο και με τη φουκωική έννοια, ως το μοναδικό καθεστώς αλήθειας. Όσοι αντιτίθενται σ’ αυτό απαξιώνονται ως «ψεκασμένοι αντιμνημονιακοί», «πολιτοφυλακές του Μαδούρο» ή, γενικότερα, οπισθοδρομικοί που έχουν καθηλωθεί σ’ έναν «παιδισμό». Οι αιτίες της άρνησης αυτής είναι σαφείς και ψυχολογικού χαρακτήρα: «Θυματοποίηση, μιζεραμπιλισμός, άρνηση της πραγματικότητας, ναρκισσισμός». Επιστρατεύονται μάλιστα τα δύο γνωστά μοτίβα που αντιτείνει συνολικά ο κυρίαρχος λόγος σήμερα απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική: «συνωμοσιολογία» και «λαϊκισμός». Η αφ’ υψηλού και νεο-οριενταλιστική οπτική απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, η οποία αυτο-επαινείται ως «προοδευτική», παίρνει κάποια στιγμή απροκάλυπτα κυνική μορφή: «Τι θυσίες ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός; Θυσίες θα έκανε αν του ζητούσαν να δίνει το 10% των εθνικών μας εσόδων για τα παιδάκια του Νίγηρα που πεινάνε».

Λίγες σελίδες παρακάτω, ο Ανδρέας Παππάς, γράφοντας για την κρίση στην Ουκρανία, κάνει μια ολομέτωπη επίθεση σε όσους δεν ταυτίζονται πλήρως με τις αμερικανικές θέσεις στο ζήτημα αυτό, κατατάσσοντάς τους στον ιθαγενή φιλορωσικό συνασπισμό, ο οποίος περιλαμβάνει ένα πολιτικό φάσμα που ξεκινά από ΚΚΕ και Λαφαζάνη και φθάνει έως την ακροδεξιά.Anchor Στο επόμενο άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη, επαγγελματικού συνεργάτη του Σταύρου Θεοδωράκη, επιχειρείται η ερμηνεία της απόφασης του τελευταίου να αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο. Εδώ πάλι έχουμε την αποθέωση της ψυχολογίστικης και ατομικιστικής εξήγησης, καθώς και την ευόδωση του αμερικάνικου ονείρου στην εντόπια εκδοχή του: «Ο Θεοδωράκης, ένα φτωχόπαιδο, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, από την Αγία Βαρβάρα, είδε να του βγαίνουν όλα όσα δοκίμασε. Και στα 50, με λυμένα όλα του τα προβλήματα, είπε να μετατρέψει τον πολιτικό του προβληματισμό σε πράξη». Στην προηγούμενη σελίδα η Σώτη Τριανταφύλλου είχε κατορθώσει να στριμώξει –με αξιοθαύμαστο, είναι αλήθεια, τρόπο– μέσα σε ένα μονάχα άρθρο σωρεία κατηγοριών εναντίον της Αριστεράς: «ηθικολογία» «πουριτανισμό», «κομφορμισμό», «δαιμονολογία» και πολλές άλλες αμαρτίες.

Σ’ ό,τι αφορά την υπόλοιπη εφημερίδα, πέρα από την παρουσίαση καλλιτεχνικών γεγονότων και συνεντεύξεων, ένα δισέλιδο είναι αφιερωμένο στο αρχιτεκτονικό συμπόσιο TheAthensMinutes. Εδώ εξαίρεται ο ρόλος που παίζουν τα ιδιωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα το ΔΕΣΤΕ (του χορηγού Δάκη Ιωάννου), αναφορικά με τη σύνδεση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την τέχνη και τα μουσεία. Στο τεύχος περιλαμβάνεται κι ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο Κολωνάκι, όπου κυριαρχεί η παρουσίαση καταστημάτων, εστιατορίων και καφέ, χωρίς κάποιο μέλημα για μια κοινωνικοϊστορική ματιά στην περιοχή.

Δεν χρειάζεται ενδελεχής σχολιασμός για να αντιληφθεί κανείς ότι όλες οι θεματικές του νεοφιλελευθερισμού, τόσο ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος όσο και ως αξιακού προτύπου, βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ πέρα. Παρ’ όλη μάλιστα τη διαρκή επίκληση ενός «φιλελευθερισμού» εκ μέρους της εφημερίδας, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο στο τεύχος, το οποίο –ακόμη και εν είδει άλλοθι– θα εξέφραζε μια διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση. Το συγκεκριμένο τεύχος μπορεί να επιλέχθηκε τυχαία, αλλά για όσους παρακολουθούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την AV, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό του ιδεολογικού της προσανατολισμού.

Ο προσανατολισμός αυτός δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν η AV αυτοπαρουσιαζόταν ως ένα ακόμη έντυπο του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κάποιος να της ασκήσει κριτική σε επιμέρους σημεία, όχι όμως στον κεντρικό της ιδεολογικό πυρήνα. Μια τέτοιου τύπου κριτική, για παράδειγμα, έχει ασκηθεί στην πάλαι ποτέ ναυαρχίδα του αστικού Τύπου Καθημερινή για την επικίνδυνη χρήση της «θεωρίας των δύο άκρων» — στην αγωνιώδη προσπάθεια του ομίλου Αλαφούζου να στηρίξει το μνημονιακό καθεστώς απέναντι στην «παλαβή Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα, ωστόσο, με την AV είναι ότι επιδιώκει τους ίδιους στόχους μέσα από την αυτοπαρουσίασή της ως ενός, υποτίθεται, προοδευτικού, εναλλακτικού και cool εντύπου που, σε σημαντικό βαθμό, απευθύνεται σε νέους ανθρώπους.

Το τελευταίο σημείο περιπλέκει αρκετά τα πράγματα. Κι εδώ ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσοι έχουν κάποια σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές, ιδιαίτερα εκείνες των θεωρητικών επιστημών, έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον εντυπωσιακό πολιτικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα του νεανικού πληθυσμού, το οποίο αδυνατεί τις περισσότερες φορές να διαβάσει πίσω από τα επιφαινόμενα ή/και αδιαφορεί για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.

Οι νέοι και ο «αριστερός μιζεραμπιλισμός»
Ένα-δυο πρόσφατα παραδείγματα μονάχα, μέσα από την προσωπική μου εμπειρία. Πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το νεοσύστατο «Ποτάμι» με πολιτικο-ιδεολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να παίρνουν ως δεδομένη τη μεταπολιτική ρητορική του Ποταμάρχη, που υποτίθεται ότι κινείται «πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς/Δεξιάς». Ή ακόμη, ο πρόσφατος πνιγμός των μεταναστών στο Φαρμακονήσι δεν αποτελεί, φοβάμαι, καν θέμα που τραβά το ενδιαφέρον των περισσότερων νέων ανθρώπων. Κι αυτό όχι επειδή οι τελευταίοι έχουν απολέσει, πιστεύω, την ικανότητά τους να συμπονούν τις ψυχές των απελπισμένων που καταλήγουν στο βυθό της Μεσογείου, αλλά επειδή στα μάτια τους αποτελεί ένα «μίζερο» ζήτημα. Με τον ίδιο τρόπο που όλα εκείνα για τα οποία μιλά καθημερινά η Αριστερά (τη φτώχεια, τις απολύσεις, την απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τον εντεινόμενο αυταρχισμό, τη βία απέναντι στους μετανάστες κ.λπ.) φαντάζουν ως ένδειξη κι απόδειξη μαζί της «αριστερής γκρίνιας» που «δεν βρίσκει τίποτα θετικό» σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρόκειται για εκείνο τον «μιζεραμπιλισμό» για τον οποίο οδύρεται κάθε Πέμπτη ο κ. Γεωργελές. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι πολλοί φοιτητές δείχνουν να θεωρούν «πιο βαριά» εφημερίδα το αντίπαλο δέον της AV, τη LIFO, η οποία εδώ και καιρό έχει τραβήξει προς την αντίθετη ιδεολογική κατεύθυνση, δίνοντας επιπλέον μεγαλύτερο βάρος σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Ας συνυπολογίσουμε εδώ τις επιδράσεις που έχει δεχθεί αυτή η γενιά από την ιδιωτική τηλεόραση, καθώς και τη σημασία που παίζει στη συγκρότηση της ταυτότητάς της η κουλτούρα της κατανάλωσης.

Τα ιδιαιτέρως δημοφιλή στους νέους ανθρώπους έντυπα του freepress φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση ενός τέτοιου ήθους απέναντι στα κοινωνικά πράγματα. Ωστόσο, η ρητά εκπεφρασμένη ιδεολογία τους είναι ένα μέρος μόνο του ζητήματος. Ίσως πιο σημαντικός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται και προβάλλονται μια σειρά θεματικές που έχουν να κάνουν με την τέχνη, την ψυχαγωγία, αλλά και τα καταναλωτικά προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή, η μεταμοντέρνα έμφαση στο ύφος δεν είναι κάτι που αφήνει ανέγγιχτες τις αντιλήψεις για τα καθαυτό κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η προώθηση μιας επιδερμικής κουλτούρας τουφαίνεσθαι, είτε στη mainstream λαμπερή εκδοχή της είτε στη χίπστερ «εναλλακτική» απο-ιδεολογικοποιημένη μορφή της, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην κατασκευή μιας αντίληψης που καταλήγει να αντιμετωπίζει ως «μίζερα» όλα εκείνα τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση του συλλογικού μας βίου.

Κι ας μην μας ξεγελά η φαινομενική μείωση του ειδικού βάρους που έχει το λαϊφστάιλ σήμερα εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας. Όπως μας δείχνει η σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία, η αθέατη βιοπολιτική κυριαρχία που ασκείται διαμέσου του καταναλωτισμού βασίζεται στη διαδικασία μέσω της οποίας το καταναλωτικό προϊόν καθίσταται πλέον αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης κι επιθυμίας, εισερχόμενο σε ένα φαντασιωτικό πλαίσιο που διασφαλίζει την προσκόλληση των υποκειμένων στην ταυτότητα του καταναλωτή.[2] Επιπλέον, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάβροχες σφαίρες η ιδιωτική κατανάλωση και η δημόσια πολιτική, στον βαθμό που αυτές αλληλοδιαπλέκονται, παράγοντας τον «ενοποιημένο καταναλωτή/πολίτη/ψηφοφόρο».[3] Η σημαντική απήχηση ενός μεταπολιτικού μορφώματος όπως το Ποτάμι, που πλασάρεται στην πολιτική αγορά με όρους τηλεοπτικού προϊόντος, εντάσσεται άμεσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Το λαϊφστάιλ δεν είναι αδιάφορο για την Αριστερά
Κατά την άποψή μου λοιπόν, το λαϊφστάιλ θα έπρεπε να αποτελέσει σοβαρότερο μέλημα μιας αριστερής κριτικής ενασχόλησης, και μάλιστα όχι μονάχα ως πεδίο εφαρμογής των εργαλείων της σύγχρονης θεωρίας. Έχω εδώ κατά νου τις ενδιαφέρουσες ιδέες που είχε αναπτύξει ο Ανδρέας Καρίτζης σε ένα παλαιότερο άρθρο του στα Ενθέματα, αναφορικά με την ανεπάρκεια της ορθολογικής επιχειρηματολογίας, την οποία κατά κανόνα χρησιμοποιεί ο αριστερός λόγος για να αντιμετωπίσει τη δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής. Όπως εξηγούσε, δίπλα σε μια τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία, δεν θα έπρεπε να φοβηθούμε την προσπάθεια εμπέδωσης μιας ευρείας νεολαιίστικης αντιφασιστικής κουλτούρας, στην οποία ο αντιφασισμός θα γινόταν ακόμη και «μόδα».[4] Τέτοιο παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το ετήσιο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, το οποίο, αν και οι αριστερές ομάδες πρωτοστατούν στην οργάνωσή του, συγκεντρώνει ένα πολυπληθές και πολύ ευρύτερο κοινό, που έλκεται από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ή τη γενικότερη ατμόσφαιρα.

Από μια τέτοια σκοπιά, και με δεδομένη τη δυσκολία ή την ανεπάρκεια του ορθολογικού ιδιώματος να βρει διόδους επικοινωνίας σε ευρύτερα ακροατήρια, θα έλεγα ότι το λαϊφστάιλ είναι ο χώρος στον οποίο παίζεται σε πολύ σημαντικό βαθμό η κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτισμικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τους νέους ανθρώπους. Συνεπώς, το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνει η αριστερή σκέψη και πρακτική είναι να το υποτιμά και να το αγνοεί, τόσο ως πεδίο κριτικής ανάλυσης όσο και ως πεδίο κοινωνικής παρέμβασης.

Επιστρέφοντας στην AthensVoice, οι μόνες συμπαθητικές, για μένα τουλάχιστον, στήλες της βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες: στο «Σε Είδα», που –καλώς ή κακώς– αναστέλλει τη μη ευόδωση διαφόρων ερωτικών γνωριμιών, καθώς και στο «Μίλα μου βρώμικα» της Μυρτώς Κοντοβά, η οποία καθησυχάζει, με τον αιχμηρό τρόπο της, τις κάθε λογής ψυχοσεξουαλικές ανασφάλειες που αναφύονται στην περιοχή της πρωτεύουσας. Το γεγονός ότι αυτές τις δύο στήλες διαβάζουν πρώτα οι φοιτητές μόλις πάρουν στα χέρια τους την AV ίσως αποτελεί, τελικά, σημείο ελπίδας.

*Ο Τάκης Γέρος διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

[1] Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας,Αθήνα 2004 (βλ. κεφ. 3).
[2]  Γιάννης Σταυρακάκης. Η λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική,Σαββάλας, Αθήνα 2012. (βλ. κεφ. 7).
[3] Lisabeth Cohen. A Consumer’s Republic. The Politics of Mass Consumption in Postwar America, Vintage, ΝέαΥόρκη 2004.
[4] Ανδρέας Καρίτζης, «Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης»,Ενθέματα της Αυγής, 9.9.2012 (goo.gl/umfDxz).


Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

George Orwell: Πολιτική και γλώσσα

Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης

Σημείωμα του μεταφραστή: Το παρακάτω κείμενο περιλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα εκτενέστερο δοκίμιο του George Orwell που δημοσιεύθηκε το 1946 με τον τίτλο ‘Politics and the English Language’[υπάρχει ολόκληρο στο Διαδίκτυο, σε πολλές διευθύνσεις]. Παραλείποντας μόνο τα παραδείγματα και τα σχόλια που αναφέρονται συγκεκριμένα στην αγγλική γλώσσα, μετέφρασα τα τμήματα που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, υπεράνω γλωσσικών συνόρων (όπου το κείμενο γράφει ‘αγγλική’, ο αναγνώστης μπορεί να βάλει ‘ελληνική’ χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά το νόημα). Όσοι πιστεύουν ότι η χρήση της γλώσσας από τους πολιτικούς έχει βελτιωθεί από τότε, μπορεί να αλλάξουν γνώμη διαβάζοντας το κείμενο. Μάλιστα στην εποχή μας η γενικευμένη τάση της ‘πολιτικής ορθότητας’ (political correctness) και η υποταγή της πολιτικής βούλησης στην ‘επικοινωνιακή τεχνική’ έχουν κάνει τη γλώσσα σχεδόν αγνώριστη στα στόματα και τα κείμενα των επαγγελματιών της χειραγώγησης ανθρώπων.

Ας σημειώσω για όσους δεν το γνωρίζουν ότι ο Orwell στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάσθηκε ως συνεργάτης πολιτικής προπαγάνδας του BBC και επαγγελματίας συντάκτης πολιτικών κειμένων και φυλλαδίων. Έτσι, οι απόψεις του διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από προσωπική πείρα. Τα παραδείγματα που παραθέτει αναφέρονται βέβαια στην εποχή του (τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακμή του σταλινισμού στην τότε Σοβιετική Ένωση, δύση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), αλλά δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα δυσκολευθεί να σκεφθεί ανάλογες καταστάσεις και στην εποχή μας. 

«Οι περισσότεροι που κάνουν τον κόπο να ασχοληθούν με το θέμα παραδέχονται ότι η [αγγλική] γλώσσα βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αλλά η γενική πεποίθηση είναι ότι δεν μπορούμε με συνειδητή δράση να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ο πολιτισμός μας είναι παρακμασμένος και η γλώσσα μας—λέει το επιχείρημα—αναπόφευκτα θα ακολουθήσει τη γενική κατάρρευση. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε αγώνας κατά της κακοποίησης της γλώσσας είναι ένας συναισθηματικός αρχαϊσμός, όπως το να προτιμά κανείς τα κεριά από το ηλεκτρικό φως ή τα αμάξια με άλογα από τα αεροπλάνα. Κάτω από την άποψη αυτή βρίσκεται η μισο-συνειδητή πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι μια φυσική εξέλιξη και όχι ένα όργανο που το διαμορφώνουμε για τους δικούς μας σκοπούς.

Είναι βέβαια σαφές ότι η κατάπτωση μιας γλώσσας τελικά έχει πολιτικά και οικονομικά αίτια: δεν οφείλεται απλά στην κακή επίδραση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου γραφιά. Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα μπορεί να γίνει αίτιο, που ενισχύει το αρχικό αίτιο και επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα σε πιο έντονη μορφή, και ούτω καθεξής επ’ αόριστον. Μπορεί κάποιος να το ρίξει στο ποτό διότι θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο, και στη συνέχεια να αποτυγχάνει όλο και περισσότερο διότι πίνει. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Γίνεται άσχημη και ανακριβής διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η αφροντισιά της γλώσσας μας διευκολύνει τις ανόητες σκέψεις μας. Το θέμα είναι ότι αυτή η διαδικασία είναι αναστρέψιμη. Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, ιδίως η γραπτή, είναι γεμάτη κακές συνήθειες που διαδίδονται με τη μίμηση και που μπορούν να αποφευχθούν αν κανείς θελήσει να καταβάλει τον απαραίτητο κόπο. Αν απαλλαγεί κανείς από τις συνήθειες αυτές, μπορεί να σκεφθεί πιο καθαρά, και η καθαρή σκέψη είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα προς μια πολιτική αναγέννηση, που σημαίνει ότι η μάχη κατά της κακής γλώσσας δεν είναι ιδιοτροπία και δεν αφορά αποκλειστικά τους επαγγελματίες γραφείς. […]

[…] Καθένα από τα παραδείγματα έχει τα δικά του σφάλματα, αλλά ξέχωρα από την ασχήμια που μπορεί να αποφευχθεί, δυο ιδιότητες είναι κοινές σε όλα. Η πρώτη είναι η ‘μπαγιατίλα’ των εικόνων, η δεύτερη είναι η έλλειψη ακριβείας. Ο γράφων είτε έχει ένα νόημα και δεν μπορεί να το εκφράσει, ή χωρίς να το θέλει λέει κάτι άλλο, ή σχεδόν αδιαφορεί τελείως για το αν οι λέξεις του σημαίνουν κάτι ή όχι. Αυτό το μίγμα ασάφειας και καθαρής ανικανότητας είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αγγλικής πρόζας, και ειδικά κάθε είδους πολιτικού γραψίματος. Μόλις τεθούν συγκεκριμένα θέματα, το συμπαγές χάνεται μέσα στο αφηρημένο και κανείς δεν δείχνει ικανός να σκεφθεί σχήματα λόγου που δεν είναι τετριμμένα: η πρόζα αποτελείται όλο και λιγότερο απόλέξεις διαλεγμένες για το νόημά τους, και όλο και περισσότερο από φράσεις κολλημένες μεταξύ τους σαν κομμάτια από ένα προκατασκευασμένο κοτέτσι.  

[…] Πολλές πολιτικές λέξεις υφίστανται παρόμοια κακοποίηση. Η λέξη Φασισμός δεν έχει πια κανένα νόημα παρά μόνο στο βαθμό που σημαίνει ‘κάτι μη επιθυμητό’. Οι λέξεις δημοκρατία, σοσιαλισμός, ελευθερία, πατριωτικός, ρεαλιστικός, δικαιοσύνη έχουν καθεμία πολλές διαφορετικές σημασίες, που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Στην περίπτωση μιας λέξης όπως δημοκρατία, όχι μόνο δεν υπάρχει συμφωνημένος ορισμός, αλλά κάθε προσπάθεια να δοθεί ορισμός βρίσκει αντίσταση απ’ όλες τις μεριές. Είναι σχεδόν παγκόσμια η αίσθηση ότι όταν ονομάζουμε μια χώρα δημοκρατική την επαινούμε: κατά συνέπεια οι υποστηρικτές κάθε είδους καθεστώτος υποστηρίζουν ότι είναι δημοκρατία, και φοβούνται ότι ίσως θα έπρεπε να πάψουν να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή αν την καθήλωναν σε ένα μόνο νόημα. Τέτοιες λέξεις συχνά χρησιμοποιούνται με συνειδητά ανέντιμο τρόπο. Δηλαδή, εκείνος που τις χρησιμοποιεί έχει τον δικό του προσωπικό ορισμό, αλλά αφήνει τον ακροατή του να νομίζει ότι εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό […] Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται με ποικίλες σημασίες, στις περισσότερες περιπτώσεις περισσότερο ή λιγότερο ανέντιμα, είναι: τάξη, ολοκληρωτικός, επιστήμη, προοδευτικός, αντιδραστικός, μπουρζουά, ισότητα.  

[…] Ένας σχολαστικός γραφέας, σε κάθε πρόταση που γράφει, θα υποβάλλει στον εαυτό του τέσσερα τουλάχιστον ερωτήματα, τα εξής:

Τι προσπαθώ να πω;
Ποιες λέξεις θα το εκφράσουν;
Ποια εικόνα ή μεταφορά θα το κάνει σαφέστερο;
Είναι η εικόνα αρκετά φρέσκια ώστε να έχει αποτέλεσμα;
Και πιθανώς θα ρωτήσει και δυο ακόμη πράγματα:

Θα μπορούσα να το πω με πιο σύντομο τρόπο;
Έχω πει τίποτε άσχημο που θα μπορούσα να αποφύγω;
Όμως δεν είστε υποχρεωμένος να κάνετε όλον αυτό τον κόπο. Μπορείτε να τον αποφύγετε απλώς ανοίγοντας το μυαλό σας και αφήνοντας τις ετοιματζίδικες φράσεις να μπουν μέσα. Αυτές θα στήσουν τις προτάσεις σας—θα σκεφτούν ακόμη και τις σκέψεις σας, ως ένα βαθμό—και εν ανάγκη θα επιτελέσουν τη σημαντική υπηρεσία να συγκαλύψουν εν μέρει το νόημά σας ακόμη κι από σας τους ίδιους. Ακριβώς στο σημείο αυτό φαίνεται καθαρά η ειδική σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την υποβάθμιση της γλώσσας.

Στην εποχή μας γενικά ο πολιτικός λόγος είναι κακός λόγος. Όπου δεν ισχύει αυτό, συνήθως ανακαλύπτουμε ότι ο γράφων είναι ένα είδος επαναστάτη που εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις και όχι μια ‘κομματική γραμμή’. Φαίνεται ότι η δογματική ορθοδοξία, οποιουδήποτε χρώματος, απαιτεί ένα άψυχο, μιμητικό στυλ. Οι πολιτικές διάλεκτοι που συναντά κανείς σε φυλλάδια, κύρια άρθρα, μανιφέστα, νομοσχέδια και λόγους υφυπουργών διαφέρουν βέβαια από κόμμα σε κόμμα, αλλά όλες μοιάζουν στο ότι σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει κανείς μια φρέσκια, ζωντανή, αυτοσχέδια μορφή λόγου […] Όταν παρακολουθεί κανείς κάποιον κουρασμένο ομιλητή στο βήμα να επαναλαμβάνει μηχανικά τις συνηθισμένες φράσεις […] έχει συχνά την αίσθηση ότι παρακολουθεί όχι ένα ζωντανό άνθρωπο, αλλά ένα είδος κούκλας […] Ένας τέτοιος ομιλητής έχει σε κάποιο βαθμό μετατρέψει τον εαυτό του σε μηχανή. Από τον λάρυγγά του βγαίνουν οι κατάλληλοι ήχοι, αλλά ο εγκέφαλός του δεν συμμετέχει, όπως θα συνέβαινε αν διάλεγε ο ίδιος τις λέξεις του. Αν τον λόγο που βγάζει έχει συνηθίσει να τον κάνει πολλές φορές, μπορεί σχεδόν να μην έχει επίγνωση του τι λέει, όπως όταν λέει κανείς το ‘Κύριε ελέησον’ στην εκκλησία. Αυτή η κατάσταση μειωμένης επίγνωσης, αν όχι απαραίτητη, είναι οπωσδήποτε ευνοϊκή για την πολιτική συμμόρφωση.  

Στην εποχή μας, ο πολιτικός λόγος και η γραφή υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα ανυποστήρικτα. Γεγονότα όπως η συνεχιζόμενη Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία, οι Ρωσικές εκκαθαρίσεις και εκτοπίσεις, η ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία μπορούν πράγματι να υποστηριχθούν, αλλά μόνο με επιχειρήματα που είναι πολύ σκληρά για τους περισσότερους ανθρώπους και που δεν συνάδουν με τους ομολογούμενους σκοπούς των πολιτικών κομμάτων. Έτσι η πολιτική γλώσσα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποτελείται από ευφημισμούς, φαύλους κύκλους και καθαρή νεφελώδη ασάφεια. Ανυπεράσπιστα χωριά βομβαρδίζονται από αέρος, οι κάτοικοί τους διώχνονται στην ύπαιθρο, τα ζωντανά σκοτώνονται με πολυβολισμούς, οι καλύβες πυρπολούνται με εμπρηστικές σφαίρες: αυτό ονομάζεται ειρήνευση (pacification). Εκατομμύρια χωρικοί διώχνονται από τα κτήματά τους και στέλνονται στους δρόμους μόνο με όσα μπορούν να κουβαλήσουν: αυτό ονομάζεται μετακίνηση πληθυσμών ή επανόρθωση των συνόρων. Άνθρωποι φυλακίζονται για χρόνια χωρίς δίκη, ή εκτελούνται με μια σφαίρα στον αυχένα ή στέλνονται να πεθάνουν από σκορβούτο στα Αρκτικά στρατόπεδα εργασίας: αυτό λέγεται απομάκρυνση αντιδραστικών στοιχείων. Μια τέτοια φρασεολογία χρειάζεται όταν κανείς θέλει να κατονομάσει πράγματα χωρίς να ανακαλέσει νοερά τις εικόνες τους. Για σκεφθείτε για παράδειγμα έναν βολεμένο Άγγλο καθηγητή να υπερασπίζεται τον Ρωσικό ολοκληρωτισμό. Δεν μπορεί να πει ξεκάθαρα: ‘Πιστεύω ότι πρέπει να εξοντώνεις τους αντιπάλους σου όταν αυτό θα φέρει καλά αποτελέσματα’. Συνεπώς είναι πιθανό ότι θα πει κάτι σαν κι αυτό:

‘Αν και αβίαστα δέχομαι ότι το Σοβιετικό καθεστώς παρουσιάζει κάποια χαρακτηριστικά που ένας ανθρωπιστής μάλλον θα κατακρίνει, θα πρέπει, νομίζω, να συμφωνήσουμε ότι ένας κάποιος περιορισμός του δικαιώματος πολιτικής αντίθεσης είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των μεταβατικών περιόδων, και ότι οι δυσχέρειες που έχει κληθεί να υποστεί ο Ρωσικός λαός είναι επαρκώς δικαιολογημένες στη σφαίρα των στέρεων επιτευγμάτων’.

Το πομπώδες στυλ είναι κι αυτό ένα είδος ευφημισμού. Ένας σωρός από μακροσκελείς λέξεις πέφτει πάνω στα γεγονότα σαν μαλακό χιόνι που θολώνει το περίγραμμα και συγκαλύπτει τις λεπτομέρειες. Ο μεγάλος εχθρός της καθαρής γλώσσας είναι η ανειλικρίνεια. Όπου υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους πραγματικούς και τους δηλωμένους σκοπούς κάποιου, ο δράστης καταφεύγει ενστικτωδώς σε μακρές λέξεις και εξαντλημένους ιδιωματισμούς, σαν τη σουπιά που χύνει μελάνι. Στην εποχή μας δεν μπορεί να μείνει κανείς ‘εκτός πολιτικής’. Όλα τα θέματα είναι πολιτικά θέματα, και η ίδια η πολιτική είναι ένας σωρός από ψέματα, υπεκφυγές, τρέλα, μίσος και σχιζοφρένεια. Όταν η γενική ατμόσφαιρα είναι κακή, η γλώσσα αναγκαστικά πάσχει. Δεν έχω επαρκείς γνώσεις για να το επαληθεύσω, αλλά μαντεύω ότι η γερμανική, η ρωσική και η ιταλική γλώσσα έχουν όλες χειροτερέψει μέσα στα τελευταία 10-15 χρόνια λόγω των δικτατορικών καθεστώτων. 

Αν όμως η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα, και η γλώσσα μπορεί να διαφθείρει τη σκέψη. Μια κακή χρήση μπορεί να εξαπλωθεί με τη συνήθεια και τη μίμηση ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους που (θα έπρεπε να) γνωρίζουν καλύτερα τη γλώσσα […] Οι λέξεις, σαν άλογα του ιππικού που ανταποκρίνονται στο σάλπισμα, ομαδοποιούνται αυτόματα σε γνωστές ανιαρές εικόνες. Αυτή η εισβολή προκατασκευασμένων φράσεων στο μυαλό μπορεί να προληφθεί μόνο αν κάποιος είναι σε συνεχή εγρήγορση εναντίον τους, καθώς κάθε τέτοια φράση αναισθητοποιεί ένα μέρος του εγκεφάλου.

Είπα παραπάνω ότι ο εκφυλισμός της γλώσσας μας πιθανώς μπορεί να θεραπευθεί. Αυτοί που αρνούνται το γεγονός αυτό θα υποστήριζαν […] ότι η γλώσσα απλώς αντανακλά τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, και ότι δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την εξέλιξή της με άμεση παρέμβαση στις λέξεις και τις δομές. Αυτό μπορεί να ισχύει για τον γενικό τόνο ή το πνεύμα μιας γλώσσας, αλλά όχι για τις λεπτομέρειες. Ανόητες λέξεις ή εκφράσεις συχνά έχουν εξαφανισθεί, όχι μέσω κάποιας εξελικτικής διεργασίας, αλλά με συνειδητή δράση μιας μειονότητας [...]

Η υπεράσπιση της αγγλικής γλώσσας δεν έχει καμιά σχέση με αρχαϊσμούς, με τη διάσωση παρωχημένων λέξεων και εκφράσεων, ή με τη δημιουργία μιας ‘πρότυπης αγγλικής’ από την οποία δεν πρέπει ποτέ να αποκλίνουμε. Αντίθετα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κατάργηση κάθε λέξης ή ιδιωματισμού που έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του […] Αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι να αφήσουμε το νόημα να διαλέξει τη λέξη, και όχι το αντίστροφο. Στην πρόζα το χειρότερο που μπορείς να κάνεις με τις λέξεις είναι να παραδοθείς σ’ αυτές. Όταν σκέφτεσαι κάποιο στέρεο αντικείμενο, σκέφτεσαι χωρίς λέξεις, και στη συνέχεια, αν θέλεις να περιγράψεις το πράγμα που φανταζόσουν, πιθανώς ψάχνεις μέχρι να βρεις τις ακριβείς λέξεις που φαίνεται να ταιριάζουν. Όταν σκέφτεσαι κάτι αφηρημένο, έχεις περισσότερο την τάση να χρησιμοποιείς λέξεις από την αρχή, και αν δεν κάνεις συνειδητή προσπάθεια να την εμποδίσεις, η υπάρχουσα διάλεκτος θα ξεπηδήσει αυτόματα και θα κάνει τη δουλειά για λογαριασμό σου, με τίμημα τη θόλωση ή και την αλλοίωση του νοήματός σου. Είναι ίσως καλύτερα να αναβάλει κανείς τη χρήση λέξεων για όσο γίνεται περισσότερο και να κάνει το νόημά του όσο πιο καθαρό μπορεί με εικόνες και αισθήσεις. Στη συνέχεια μπορεί κανείς να διαλέξει—όχι απλά να αποδεχθεί—τις φράσεις που αποδίδουν καλύτερα το νόημα, κι έπειτα να αντιστρέψει τη διαδικασία και να σκεφθεί τι εντυπώσεις είναι πιθανό να δώσουν τα λόγια του σε κάποιο άλλο πρόσωπο […]

Δεν ασχολήθηκα εδώ με τη λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, αλλά με τη γλώσσα ως εργαλείο έκφρασης και όχι συγκάλυψης ή παρεμπόδισης της σκέψης […] Θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι το σημερινό πολιτικό χάος συνδέεται με τον εκφυλισμό της γλώσσας, και ότι πιθανώς μπορεί κανείς να επιφέρει κάποια βελτίωση αρχίζοντας από τη γλωσσική πλευρά. Αν απλουστεύσεις τα αγγλικά σου, ελευθερώνεσαι από τις χειρότερες τρέλες του δογματισμού. Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά από τις απαραίτητες διαλέκτους, κι αν πεις κάτι ανόητο, η ανοησία του θα είναι προφανής, ακόμη και σε σένα. Η πολιτική γλώσσα—κι αυτό με παραλλαγές ισχύει για όλα τα πολιτικά κόμματα, από Συντηρητικούς μέχρι Αναρχικούς—είναι σχεδιασμένη να κάνει τα ψέματα να ακούγονται σαν αλήθειες και το έγκλημα σαν αξιοπρέπεια, και να δίνει μια εικόνα στερεότητας σε αέρα φρέσκο. Δεν μπορεί κανείς να τα αλλάξει όλα αυτά σε μια στιγμή, αλλά τουλάχιστον μπορεί να αλλάξει τις συνήθειές του, και από καιρό σε καιρό μπορεί ακόμη, αν χλευάσει αρκετά δυνατά, να στείλει μια τετριμμένη και άχρηστη φράση […] στο σκουπιδοτενεκέ, εκεί που ανήκει».    

http://www.orwell.ru/library/essays/politics/english/e_polit


πηγή: Aντίφωνο

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου

Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου


Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση

Maurizio Lazzarato
μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας

Αλεξάνδρεια, 2014
190 σελ.
ISBN 978-960-221-609-5, [Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή]
Τιμή € 13,85


"Με τη γέννηση δεν μας κληροδοτείται πλέον το προπατορικό αμάρτημα αλλά το χρέος των προηγούμενων γενεών. . . Αν άλλοτε ήμασταν υπόχρεοι στην κοινότητα, στους θεούς, στους προγόνους, στο εξής είμαστε υπόχρεοι στον "θεό" Κεφάλαιο."

Το χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, φαίνεται σήμερα να είναι μια κεφαλαιώδης έγνοια των οικονομικών και πολιτικών υπευθύνων. Ωστόσο, αντί να αποτελεί απειλή για την καπιταλιστική οικονομία, βρίσκεται στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος. Σ' αυτή την πιο πρωτότυπη και ρηξικέλευθη από τις πρόσφατες μελέτες για την κρίση χρέους, ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο, υποστηρίζει ότι το χρέος είναι πριν απ' όλα μια πολιτική κατασκευή και η σχέση πιστωτή-οφειλέτη η θεμελιώδης κοινωνική σχέση του κόσμου μας. Ξαναδιαβάζοντας ένα παραγνωρισμένο κείμενο του Μαρξ, καθώς και έργα του Νίτσε, του Ντελέζ, του Γκουαταρί και του Φουκώ, δείχνει ότι το χρέος δεν ανάγεται απλώς σ' έναν οικονομικό μηχανισμό. είναι ταυτόχρονα μια τεχνική διακυβέρνησης και ελέγχου των ατομικών και των συλλογικών υποκειμένων, που επιδιώκει να περιορίσει την αβεβαιότητα ως προς το χρόνο και τις συμπεριφορές των κυβερνωμένων. Προκειμένου να "τιμήσουμε τις υποχρεώσεις μας", καλούμαστε να γίνουμε "επιχειρηματίες του εαυτού μας", "διαχειριστές" της ζωής μας και του "ανθρώπινου κεφαλαίου" μας, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται και να αναμορφώνεται όλος ο φυσικός, ψυχοδιανοητικός και συναισθηματικός μας ορίζοντας. Υπάρχει άραγε έξοδος από τη δεινή αυτή συνθήκη του χρεωμένου ανθρώπου;

"Το χρέος εκλύει μια δική του "ηθική", διαφορετική και συνάμα συμπληρωματική προς την ηθική της εργασίας. Στο ζεύγος "προσπάθεια-ανταμοιβή" της ιδεολογίας της εργασίας προστίθεται η ηθική της υπόσχεσης (να τιμά κανείς το χρέος του) και της ενοχής (επειδή το απέκτησε) . . . Η "ηθική" του χρέους οδηγεί σε μια ηθικοποίηση του άνεργου, του "υποστηριζόμενου", του χρήστη του κράτους πρόνοιας, αλλά συγχρόνως και ολόκληρων λαών. Η εκστρατεία του γερμανικού τύπου ενάντια στους παρασιτικούς και ανεπρόκοπους Έλληνες μαρτυρεί τη βία της ενοχής που εκλύει η οικονομία του χρέους. Τα μαζικά μέσα, οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, όταν μιλούν για το χρέος, δεν έχουν παρά ένα μήνυμα να μεταδώσουν: "εσείς φταίτε", "είστε ένοχοι". Οι Έλληνες τεμπελιάζουν κάτω από τον ήλιο, ενώ οι Γερμανοί προτεστάντες μοχθούν για το καλό της Ευρώπης και της ανθρωπότητας κάτω από έναν σκυθρωπό ουρανό..."
Μ. Λ.

Συμπεριλαμβάνεται νεότερη εισαγωγή του συγγραφέα με τίτλο "Χρέος και λιτότητα στην Ευρώπη και την Ελλάδα".

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014


Αριστουργηματική Τσεχική ταινία μικρού μήκους.
Κική Δημουλά
ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον

Ὥρα: Πᾶσα.
Ο Ευρωπαίος Ασθενής
Νίκος Ξυδάκης
Η D-Day, η ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία, η 6η Ιουνίου 1944, σημαδεύει την αρχή του τέλους του πιο αιματηρού πολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου. Για πολλούς ιστορικούς, ο πόλεμος είχε αρχίσει το 1914, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, ουσιαστικά ενός μείζονος ευρωπαϊκού εμφυλίου, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε Α΄ Παγκόσμιος, και τερματίστηκε το 1945, με την πτώση του Βερολίνου και τις ρίψεις ατομικών βομβών στην Ιαπωνία. Η Ευρώπη ήταν ο γενέθλιος τόπος και των δύο πολεμικών επεισοδίων – η Σκοτεινή Ηπειρος, όπως την ονόμασε ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Και στην Ευρώπη οι αλλαγές ήταν σαρωτικές, από κάθε άποψη: στον Πρώτο πόλεμο συνετρίβησαν τέσσερις αυτοκρατορίες, γεννήθηκε μία παγκόσμια υπερδύναμη, ξέσπασε μία επανάσταση, επαναχαράχθηκαν σύνορα, η φρίκη της μαζικής εξόντωσης σφράγισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό του Ευρωπαίου ανθρώπου και άλλαξε τον πολιτισμό.

Στη διάρκεια του ταραγμένου ιντερμέδιου, πάνω σε βαθιά ταπεινωμένους ηττημένους ανθρώπους, εβλάστησαν τα θηριώδη νεωτερικά φαινόμενα της σκοτεινής ηπείρου, οι ολοκληρωτισμοί, πνίγοντας τα αδύναμα άνθη της δημοκρατίας. Και ο πόλεμος συνεχίστηκε ακόμη πιο άγριος, έως την ολοκληρωτική φρίκη, την έκλειψη της ανθρωπινότητας και τη δοκιμή του πυρηνικού αφανισμού.

Η Κοινωνία των Εθνών, πρόδρομος του ΟΗΕ, προοικονομήθηκε μέσα στον Πρώτο πόλεμο από τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον, στα Δεκατέσσερα Σημεία του. Η Ευρωπαϊκή Ενωση συνελήφθη σαν ιδέα μέσα στη φρίκη του Δεύτερου πολέμου, από τους εξόριστους του φασισμού Αλτιέρο Σπινέλι και Ερνέστο Ρόσσι. Και ακριβώς αυτό το οραματικό μανιφέστο των εξόριστων είναι η ακριβή κληρονομιά από τον μακρύ ευρωπαϊκό πόλεμο του 20ού αιώνα· ένα πρωτόγνωρο ιστορικό εγχείρημα, που χάρισε την πρωτοφανή Χρυσή Τριακονταετία στους Ευρωπαίους, το 1945-1970, και μια πρωτοφανή άνθηση των πολιτών, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, των επιστημών και των τεχνών. Ολα τούτα κατέστησαν εφικτά εν πολλοίς εξαιτίας της αφοσίωσης των ευρωπαϊκών εθνών στο κοινό σχέδιο για αποτροπή του πολέμου, για ρύθμιση των ανταγωνισμών και δημιουργική συνύπαρξη.

Εβδομήντα χρόνια από την D-Day και το τέλος των πολέμων, μετά τόσα ιστορικά επιτεύγματα, η Ευρώπη δεν βρίσκεται στην καλύτερη κατά­σταση· μάλλον, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, στις απαρχές μιας παρακμής με απρόβλεπτη κατάληξη. Υπό μία έννοια, το ιστορικό συνεχές του μεταπολέμου απειλείται με βαθύ ρήγμα. Οι σεβαστές από όλους κοινές παραδοχές, οι δυνάμεις σύγκλισης και συνοχής, υποχωρούν, και τη θέση τους παίρνουν δυνάμεις φυγόκεντρες, απόκλισης και κερματισμού. Η ιστορική ασυνέχεια του 1989 φαίνεται ότι καταλείπει στην ήπειρο ένα ρήγμα που ολοένα διευρύνεται. Ο πόλεμος του 1990-95 δεν διέλυσε μόνο τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και την πεποίθηση ότι τα σύνορα δεν μεταβάλλονται: το Γιουγκοσλαβικό έδειξε ότι μεγάλα κράτη διαλύονται και ιδρύονται κράτη-φαντάσματα, και μάλιστα εκεί όπου ξέσπασε ο Πρώτος πόλεμος, με τη φιλόδοξη ευρωπαϊκή ομοσπονδία να παρακολουθεί άπραγη ή και συνένοχη.

Το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 και η επακολουθήσασα κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης κατέδειξε επίσης άλλες ασυμμετρίες: την κατίσχυση των αγορών επί των κρατών, πρώτον και κύριον· την ανυπαρξία ισχυρής βούλησης για ρύθμιση απέναντι σε μια ιστορική πρόκληση· τη διαταραχή της ισορροπίας δυνάμεων στην κορυφή της της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Χωρίς τη διπλωματική και πολιτική ισχύ της εξασθενημένης Γαλλίας, με τη Βρετανία δύστροπη και ευρωσκεπτικιστική όσο ποτέ, με ισχυρότατες ακροδεξιές αντιευρωπαϊκές δυνάμες και στις δύο, με την Ιταλία ασταθή και υπερχρεωμένη, η οικονομικά ισχυρή Γερμανία βρίσκεται να ηγεμονεύει μόνη της στην πολυδιαιρεμένη Ε.Ε., απρόθυμα και άγαρμπα, με ατελή εργαλεία τον παραδοσιακό μονεταρισμό και τον ordoliberalism που εφάρμοσε στο εσωτερικό της. Τα εργαλεία του Βερολίνου όμως δεν αρκούν για να σταθεροποιήσουν μια πολυσύνθετη, ασύμμετρη και ασταθή Ευρώπη, εκτεθειμένη στους ανέμους της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Ούτε φυσικά βοηθά η φονταμενταλιστική αγκύλωση των Βρυξελλών στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, την οποία δεν ακολουθούν τόσο πιστά ούτε οι ΗΠΑ.

Η πολιτική και διανοητική ακαμψία που επεδείχθη κατά την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης και ογκούμενης κρίσης μετά το 2008, κορυφώθηκε με ωμές παρεμβάσεις στο εσωτερικό των χρεωμένων κρατών, μικρών και μεγάλων, που έφθασαν σε οπερετικές καθαιρέσεις πρωθυπουργών. Το κύμα ακροδεξιού και μη ευρωσκεπτικισμού οφείλεται και σε τέτοια φαινόμενα, όπως αυτά που εκδηλώθηκαν στη σύνοδο των Καννών το φθινόπωρο του 2011. Δεν είναι άσχετη μάλιστα με τέτοια φαινόμενα, η πολλαπλώς εκδηλούμενη ανησυχία των ΗΠΑ για την ατελέσφορη αντιμετώπιση της κρίσης από τον Ευρωπαίο Ασθενή.

Η ευρωπαϊκή αστάθεια επιδεινώνεται περαιτέρω από την αιφνίδια γεωπολιτική μόχλευση που υφίσταται στην Ουκρανία, στην ευαίσθητη ανατολική μεθόριο. Δύο δεκαετίες μετά τη συμφωνία του Ντέιτον για το Γιουγκοσλαβικό, η Ουκρανία καταδεικνύει τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης με διαφορετικό, ίσως πιο επικίνδυνο τρόπο. Διότι τώρα η Ε.Ε. έρχεται αντιμέτωπη με τον μεγάλο ευρασιατικό γείτονα, τη Ρωσία, με την οποία τη συνδέουν ισχυροί αμοιβαίοι δεσμοί. Η παρώθηση της Ρωσίας προς την Ασία δεν θα ωφελήσει την Ευρώπη· και πράγματι η κυβέρνηση Πούτιν ενισχύει γοργά τις οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα και την Ινδία.

Οι αναλογίες με το παρελθόν είναι παρακινδυνευμένες, αλλά ας δούμε το ευρωπαϊκό μωσαϊκό εκατό χρόνια από το ξέσπασμα του Πρώτου πολέμου. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, βρίσκονται δυνητικά σε τροχιά ανταγωνισμού, ή τουλάχιστον απόκλισης· η νομισματική ένωση έφερε απόκλιση παρά σύγκλιση· το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι εξόχως ασταθές σε όλο το μεσογειακό τόξο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα· η Ρωσία κινείται ταυτοχρόνως αμυντικά και επιθετικά· οι ΗΠΑ μοχλεύουν τη ρωσογερμανική προσέγγιση· η Βρετανία αντιδρά εθνικιστικά και απειλεί με απόσχιση από την Ε.Ε.· η Γαλλία ασθενεί και αντιδρά εθνικιστικά· ο Νότος μαστίζεται από ύφεση και ανεργία· όλη η Ευρώπη κινδυνεύει να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση· η άκρα δεξιά και ο ρατσισμός επελαύνουν. Ποτέ στη μεταπολεμική 70ετία η Ευρώπη δεν ήταν τόσο αδύναμη και συγχυσμένη.

7.6.2014

Σάββατο 31 Μαΐου 2014


Το κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αντί», τ. 463 την 05/04/1991. Αναδημοσιεύθηκε στην συλλογή κειμένων του ιδίου με τίτλο Από το χάος στο χαρτί, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995, σε επιμέλεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.  Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Γιώργο  που μου έδωσε ήδη αντεγραμμένο το κείμενο κι έτσι διευκολύνθηκε κατά πολύ η ανάρτησή του.
Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της  έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.
Πώς ραγισμένη βάρβιτος θά βάλλ αρμονίαν;
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπ
μελωδίαν;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i]Σήμερα, πίσω από το υποσχόμενο πλούσιο ευρωπαϊκό τραπέζι προβάλλει το πρόχειρο αμερικάνικο φαγητό. Έτσι, μερικοί από μας, χορτασμένοι και πεινασμένοι ταυτόχρονα, πιάνονται την ύστατη στιγμή από τον Παπαδιαμάντη.
Ωστόσο, τη στιγμή της απεγνωσμένης αυτής προσφυγής, το αίνιγμα μεγαλώνει. Τι μας χρειάζεται ο Παπαδιαμάντης; Η εποχή βοά για την ανάγκη μιας ψευδοκατασκευής, μιας παραισθητικής ζωής, ενός τέλειου σεναρίου που θα σφίξει τον σύγχρονο κόσμο στα πλοκάμια του και θα τον αποτελειώσει μέσα στη νάρκη της ηδονής. Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα η μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοι μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν έναν κόσμο – λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε.
Τι δουλειά έχει ανάμεσα μας κάποιος που διακηρύσσει ότι έπειτα, ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν η πλοκήν όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου; Τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει σ’ ένα πρόσωπο – άνθρωπο και συγγραφέα μαζί – που αρνήθηκε να κατασκευάσει έναν δικό του κόσμο και να τον επιβάλει με δεξιοτεχνία στους άλλους, σε κάποιον που αρκέσθηκε να αναγνωρίσει την ιερή διάσταση των ανθρώπων και του κόσμου, το δέος που αναβλύ- [198] ζει από την παραμικρή λεπτομέρεια της ανθρώπινης κατάστασης; Αρκεί να διαβάσει κανείς την πρώτη παράγραφο του διηγήματος «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» (1897) και θα το καταλάβει: Συνέπεσε μίαν εσπέραν, ώρα καθ’ ην ήναπτον τους φανούς, να διέλθω πλησίον του παλαιού Τζαμίου, παρά τας ποινικάς φύλακας. Εκεί έξω εις τον πρόδομον, άνωθεν της πλατείας μαρμάρινης κλίμακος, είδον μορφήν γυναικός με μακρούς λευκούς πέπλους, να ίσταται ακίνητος έξωθεν της θύρας, επί του προδόμου. Είπα: «Ιδού βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!» και ήσθάνθην κρυφήν χαράν[ii]Ο Χώθορν θα έγραφε τετρακόσιες σελίδες εμπνεόμενος από αυτήν την οπτασία και ο Χένρυ Τζαίημς θα έχτιζε έναν ολόκληρο κόσμο από σκιές γύρω της. Όμως ο Παπαδιαμάντης αρκείται στην «κρυφήν χαράν» και συνεχίζει τη βόλτα του στην Αθήνα. Κανένα σενάριο, καμιά πλοκή, κανενός είδους τέντωμα της φαντασίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ο Παπαδιαμάντης πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως, κι αυτό είναι που μας μαγνητίζει και μας άφορα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Το νήμα αυτό δεν είναι σενάριο, κι όποιος το πιάνει στα χέρια του έχει σκοπό του να καεί και όχι να κατασκευάσει κάτι. Όπως θα έλεγε ο ίδιοςΤις θα κλέψη εκ του ουρανού αυτό το πυρ; Τις θα εμφύσηση την πίστιν, την πνοήν, την ζωήν; Τις θα θερμάνη την τέφραν;[iii]Ο Παπαδιαμάντης μας μαγνητίζει όπως η φωτιά, πέρα απ’ τη θέληση μας.
Μπορεί σήμερα να έχουμε αποφασίσει, θέλοντας και μη, να κόψουμε βίαια το νήμα που μας συνδέει με την πνευματική μας ρίζα, και μέσα στην χαρούμενη η – τις περισσότερες φορές – τη σκυθρωπή παραζάλη αυτής της ιλιγγιώδους χειρο- [199] νομίας να θέλουμε να συμπαρασύρουμε και τον Παπαδιαμάντη, μετατρέποντας τον σ’ ένα είδος περιθωριακού η ασκητή – διαλέγετε και παίρνετε – που άγγιξε τον αισθησιασμό. Τριάντα χρόνια πριν [1961], σ’ ένα κείμενο τραγικά επίκαιρο, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος σημείωνε: Η θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης, ως τις ακρότατες συνέπειες του, και τότε θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο σαν λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο - αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; - η αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες, στη «λογοτεχνία» η στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε: την άσκοπη (l’ art pour l’art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας. Όσοι θέλουν είναι ελεύθεροι να το κάνουν αυτό. Μόνο που χάνουν το δικαίωμα να παίρνουν τον Παπαδιαμάντη στα σοβαρά, η αν τον πάρουν στα σοβαρά, τότε χάνουν το δικαίωμα να παραμερίζουν αφρόντιστα όσα λάτρευε εκείνος και τα είχε κάνει ζωή του, η να τα θεωρούν μόνο «ποίηση» και «γραφικότητα» και να συνεχίζουν με το αζημίωτο τα ατομικά πάρε δώσε - όσοι άνθρωποι τόσες και εντυπώσεις (impressionisme) - με τις αισθητικές επιφάνειες. Διέξοδος δεν υπάρχει[iv].
Δεν μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον Παπαδιαμάντη ούτε σε καλό συγγραφέα μόνο, ούτε σε ταπεινό ασκητή μόνο. Δεν μπορούμε να τον διαλύσουμε αναλύοντάς τον ούτε να τον παρουσιάσουμε σαν ψυχοπαθολογική περίπτωση όπως προσπαθήσαμε να κάνουμε με τον Μακρυγιάννη στην τηλεόραση μετά την έκδοση του Οράματα και θάματα.Μπορούμε ν’ ακούσουμε τη μελωδία του και ν’ αποφασίσουμε αν θα μάθουμε κάτι από τον άνθρωπο και τον συγγραφέα μαζί, κάτι που μας αφορά και μας μαγνητίζει, κάτι που αντέχει παράξενα μέσα στον χρόνο, διασχίζοντας σαν υπόγειο ρεύμα τον ελληνικό κόσμο. Σ’ αυτά τα διηγήματα όπου συμβαίνουν τα πάντα [200] χωρίς να συμβαίνει τίποτα που να τρέφει το θηρίο της πλοκής, αυτής της μάστιγας του σύγχρονου κόσμου, υπάρχει κάτι πέρα από τη λογοτεχνία η κάποια περιχαρακωμένη δογματική, ακόμα και «θρησκευτική», σύλληψη. Υπάρχει το σημάδι του ιερού χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης των πραγμάτων. Χωρίς αυτό το σημάδι δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά, γυροφέρνουμε με διάφορα σχέδια οργάνωσης μιας ζωής που έχει καταντήσει σκιά του εαυτού της και τρώμε τις σάρκες μας. Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανένα απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι η κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε κι όχι σ’ εκείνο που θέλουμε να γίνουμε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας.
Ας αποφασίσουμε λοιπόν αν χρειαζόμαστε κάποιον που δηλώνει ότι Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;[v]Για να τον δεχτούμε πρέπει ν’ αποφασίσουμε ότι κι εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε μόνο με τον εαυτό μας, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αυτή η πολύ απλή παραδοχή εμφανίζεται στις μέρες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σαν το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι τίποτε [201] χωρίς αύτη την παραδοχή, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, η ενασχόληση μαζί του αποτελεί φιλολογική ιδιοτροπία, στην καλύτερη περίπτωση. Μισώντας τον εαυτό του ο ελληνικός κόσμος δεν είναι σε θέση ν’ ακούσει την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Όπως δεν ασπάζονται τον Εθνικόν χορόν, ίσως διότι δεν είναι αρκετά συγχρωτιστικός των μελών, ούτω άπορρίπτουσι και την Εθνικήν μουσικήν, επειδή δεν είναι αρκετά γαργαλιστική των ώτων. Και αν ήτο δυνατόν επιστημονικώς ν’ αποδειχθή ότι η Βυζαντινή είναι αυτούσιος η μουσική των αρχαίων Ελλήνων, πάλιν οι Λεβαντίνοι θα την απέρριπτον, τάχα ως απηρχαιωμένην και έξω της μόδας. Διότι, όπως είναί τις ικανός να αισθανθή και εκτιμήση πράγμα τόσον αβρόν, όσον η Βυζαντινή μουσική, πρέπει να έχη η απλότητα η λεπτότητα. Αλλ’ η παρ’ ημίν ψευδοαριστοκρατία την μεν απλότητα, δυστυχώς, απώλεσε προ πολλού, εις βαθμόν δε τίνα λεπτότητος ουδέποτε κατώρθωσε να φθάση.
Άλλως η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των  Ελλήνων, είναι η μουσική των  Αγγέλων[vi].
Μερικοί Έλληνες καταφεύγουν, την ύστατη στιγμή, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η μελωδία του είναι η πιο κοντινή που υπάρχει και το τραγούδι του ηχεί με μια παράξενη οικειότητα μέσα σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο που κλείνει τ’ αυτιά του τόσο στην μουσική των Ελλήνων όσο και στη μουσική των Αγγέλων.

[i] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Γλώσσα και κοινωνία», Άπαντα, τόμος πέμπτος, Δόμος, σελ. 296.
[ii] Παπαδιαμάντης, «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις», ενθ. αν., σελ. 269.
[iii] Παπαδιαμάντης, «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων», ενθ. αν., σελ.  195.
[iv] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σελ. 166-167.
[v] Παπαδιαμάντης, «Απάντησις εις τον Ζ. της Εφημερίδος», ενθ.αν., σελ. 316.
[vi] Παπαδιαμάντης, «Αποσπάσματα σκέψεων», ενθ. αν., σελ. 240.


Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Η ευτυχία και η οδύνη

DAVID BROOKS / THE NEW YORK TIMES

Τον τελευταίο καιρό έχει τύχει να παρευρεθώ σε διάφορες συζητήσεις, στις οποίες το συμπέρασμα ήταν ότι ο κύριος σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία. Αυτό είναι φυσιολογικό. Οταν οι άνθρωποι σχεδιάζουν το μέλλον, συχνά μιλάνε για όλες τις καλές εμπειρίες που ελπίζουν να έχουν. Ζούμε σε μια κουλτούρα πλημμυρισμένη από κουβέντες για την ευτυχία. Στη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου της περασμένης χρονιάς, πάνω από 1.000 βιβλία πάνω σ’ αυτό το θέμα βγήκαν στις προθήκες του Amazon.

Παρατηρήστε όμως το εξής φαινόμενο. Οταν οι άνθρωποι ανακαλούν το παρελθόν, δεν μιλούν μόνο για την ευτυχία. Συχνά οι δοκιμασίες που πέρασαν φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Οι άνθρωποι στοχεύουν την ευτυχία αλλά νιώθουν ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα από τις οδυνηρές δοκιμασίες.

Τώρα, βέβαια, καλό είναι να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα αναγκαστικά εξευγενιστικό στον πόνο. Οπως η αποτυχία είναι ενίοτε απλώς αποτυχία (και όχι ο δρόμος για να γίνεις ο επόμενος Στιβ Τζομπς), τα βάσανα συχνά είναι απλώς κάτι καταστροφικό.

Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι πράγματι εξευγενίζονται από τον πόνο. Ας σκεφτούμε τον τρόπο που ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ επέστρεψε στην πολιτική πολύ πιο σοφός και ευαίσθητος μετά την πολιομυελίτιδα από την οποία προσβλήθηκε. Συχνά η σωματική ή κοινωνική οδύνη μπορεί να δώσει στους ανθρώπους μια διαφορετική προοπτική, μια πολύ οξύτερη επίγνωση για τα βάσανα που άλλοι υποφέρουν.

Το μεγάλο πράγμα, όμως, που κάνει η οδύνη είναι ότι σε βγάζει έξω από εκείνη ακριβώς τη νοοτροπία που η ευτυχία ενθαρρύνει. Η ευτυχία σε θέλει να σκέφτεσαι μόνο πώς να μεγιστοποιήσεις τα πλεονεκτήματά σου. Η δυσκολία και ο πόνος σε στέλνουν σε μιαν άλλη πορεία.

Πρώτα πρώτα, η οδύνη σε τραβάει βαθύτερα μέσα στον εαυτό σου. Ο θεολόγος Πολ Τίλιτς έγραψε ότι οι άνθρωποι που περνούν μια οδυνηρή δοκιμασία φεύγουν πέρα από τη ρουτίνα της ζωής τους για να ανακαλύψουν ότι δεν είναι ακριβώς αυτοί που νόμιζαν πως είναι. Η αγωνία, ας πούμε, της σύνθεσης ενός σπουδαίου έργου μουσικής ή η θλίψη για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να σπάσει αυτό που κάποιος θεωρούσε δάπεδο της ύπαρξής του, αποκαλύπτοντας μια περιοχή που βρισκόταν από κάτω, κι έπειτα να σπάσει και το δεύτερο δάπεδο, αποκαλύπτοντας ένα άλλο κοίτασμα.

Επιπλέον, η οδύνη προσφέρει στους ανθρώπους μια ακριβέστερη αίσθηση των ορίων τους. Οταν κάποιος βυθίζεται σ’ αυτές τις βαθύτερες ζώνες αντιμετωπίζει το γεγονός ότι δεν μπορεί να καθορίσει τι συμβαίνει εκεί ούτε να κοντρολάρει τα συναισθήματά του. Και η διαδικασία της επούλωσης, όταν η θλίψη μαλακώνει, είναι κι αυτή κάτι που δεν προκαθορίζεται, μια φυσική ή θεία διεργασία πέρα από τον ατομικό έλεγχο.

Ωστόσο, στη διάρκεια μιας σοβαρής δοκιμασίας, υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται μια κλήση. Δεν είναι κυρίαρχοι της κατάστασης, αλλά ούτε ανήμποροι. Δεν καθορίζουν την πορεία του πόνου τους, αλλά μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτόν. Και πολλές φορές νιώθουν την ηθική ευθύνη να απαντήσουν καλά, σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο από το επίπεδο της συμφεροντολόγας ατομικής ευτυχίας.

Η απάντησή τους δεν είναι η αναζήτηση της ευχαρίστησης αλλά η αγιότητα, και δεν το θέτω καν με τη θρησκευτική έννοια. Σημαίνει να βλέπεις τη ζωή σαν ένα ηθικό δράμα, τοποθετώντας την οδυνηρή εμπειρία σε ηθικό πλαίσιο και προσπαθώντας να επανορθώσεις κάτι κακό μετατρέποντάς το σε κάτι ιερό. Γονείς που έχασαν το παιδί τους έχουν δημιουργήσει ιδρύματα. Ο Αβραάμ Λίνκολν, μετά την τρομακτική δοκιμασία του Εμφυλίου, έδωσε τη ζωή του για την ενότητα της πατρίδας του. Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με τον ψυχολόγο Βίκτορ Φρανκλ ορκίστηκαν να φανούν άξιοι των ελπίδων και των προσδοκιών των αγαπημένων τους προσώπων, έστω κι αν πολλά από αυτά τα πρόσωπα πιθανόν να μη βρίσκονταν πια στη ζωή.

Η ανάρρωση από την οδύνη δεν είναι σαν την ανάρρωση από αρρώστια. Πολλοί άνθρωποι δεν βγαίνουν γιατρεμένοι. Βγαίνουν διαφορετικοί. Συγκρούονται με τη λογική του ατομικού συμφέροντος και φέρονται παράδοξα. Αντί να οπισθοχωρήσουν από τις δεσμεύσεις της αγάπης, που σχεδόν πάντα συνεπάγονται πόνο, ρίχνονται ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτές. Ακόμα κι όταν βιώνουν τις πιο φοβερές συνέπειες, ρίχνονται με μεγαλύτερο πάθος και ευγνωμοσύνη στην τέχνη τους, στις αγάπες τους, στους στόχους τους.

Η οδύνη που φέρνει στη ζωή τους η επιδίωξη αυτών των στόχων γίνεται ένα τρομακτικό δώρο, πολύ διαφορετικό από το άλλο πολυπόθητο δώρο, την ευτυχία, όπως συμβατικά προσδιορίζεται.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Η Ανάγκη Εξιλέωσης

                                                       

   Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του χρόνου που πέρασε στις 23 Δεκεμβρίου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 χρονών ο στρατηγός Μιχαήλ Καλάσνικωφ ο εφευρετής του περίφημου όπλου ΑΚ47 -τα αρχικά σημαίνουν <<αυτόματο του Καλάσνικωφ>> - που έχει γίνει γνωστό σε όλο των κόσμο σαν όπλο των τρομοκρατών και των εγκληματιών. Η φήμη του ξεκίνησε από τότε που δοκιμάστηκε στο Βιετνάμ και ξεπέρασε σε αποτελεσματικότητα και επιδόσεις το αμερικάνικο Μ16.
    Ο Καλάσνικωφ ξεκίνησε σαν σχεδιαστής φορητών όπλων και παρ'όλο που τιμήθηκε από την πατρίδα του και έχαιρε σεβασμού δεν ωφεήθηκε πολύ απο την εφεύρεση του οικονομικά. Ωστόσο οι πωλήσεις του όπλου -όσο μπορούν να υπολογιστούν γιατί οι περισσότερες είναι σκιώδεις- κυμαίνονται ανάμεσα στα 70 με 100 εκατομμύρια (!) αναδεικνύοντας το σαν best seller όπλο στον κόσμο.
    Ο σχεδιαστής του όσο ζούσε με την ιδιότητα του εκπροσώπου της Ρωσικής Βιομηχανίας όπλων πάντοτε υπεράσπιζε το δημιούργημα του δήλωνε περήφανος γι'αυτό και επαναλάμβανε ότι το όπλο του ειναι "όπλο άμυνας και όχι επίθεσης" και σχεδιάστηκε για την υπεράσπιση της πατρίδας του και μάλιστα σε μια εποχή που οι μνήμες του Β'Παγκοσμίου Πολέμου και της πολύνεκρης πολιορκίας του Λένινγκραντ ήταν ακόμα νωπές. Μόνο κάποιες φορές είχε εκφράσει τη θλίψη του για τη χρήση του όπλου του από τρομοκράτες ανήλικους στρατιώτες και εγκληματίες σε όλο τον κόσμο και μια φορά είχε εκφράσει τη σφοδρή του αντιπάθεια για τους Ναζί που έγιναν αιτία να γίνει σχεδιαστής όπλων ενώ εκείνος θα προτιμούσε να σχεδιάζει "κάτι σαν μηχανήματα κοπής γρασιδιού"
    Ωστόσο το τέλος του Καλάσνικωφ έδειξε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα και απλά όσο ήθελε να τα παρουσιάζει. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του έγραψε μια επιστολή στον Πατριάρχη Κύριλλο η οποία δημοσιεύτηκε στης μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Izvestia στις 13 του μηνός Ιανουαρίου. Είναι γραμμένη στο προσωπικό επιστολόχαρτο του στρατηγού από το ίδιο του το χέρι -όχι πολύ σταθερό πια λόγω ηλικίας - και έχει την υπογραφή: ο δούλος του Θεού, ο σχεδιαστής Μιχαήλ Καλάσνικωφ."
     "Η πνευματική μου οδύνη είναι αβάσταχτη." γράφει ο στρατηγός στην επιστολή του. "Με βασανίζει το αναπάντητο ερώτημα : αν το όπλο μου πήρε τόσες ανθρώπινες ζωές είναι δυνατόν εγώ ένας πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός να ευθύνομαι για αυτούς τους θανάτους;"
    Και προσθέτει: "Όσο περισσότερο ζω τόσο περισσότερο τριβελίζει το ερώτημα αυτό το νου μου και επιπλέον αναρωτιέμαι γιατί ο Θεός επέτρεψε να έχει ο άνθρωπος αυτές τις δαιμονικέ; επιθυμίες του φθόνου της απληστίας και της αγριότητας."
    Δηλαδή τελικά πάντα και για όλες μας τις κακίες υπόλογος είναι ο Θεός! Εμείς θα κάνουμε αυτό που νομίζουμε όπως το νομίζουμε αλλά ο Θεός πρέπει να είναι εκεί και να διορθώνει -έτσι όπως εμείς θέλουμε- τα αποτελέσματα της καταστροφής που σκορπίζουμε. Έχουμε κάνει την απληστία, το φθόνο, την αγριότητα, το μίσος και την αρπαχτικότητα αναπόσπαστα σχεδόν στοιχεία αυτού που ονομάζουμε ανθρώπινη φύση και περιμένουμε απο τον Θεό να μας εμποδίσει να ασκούμε την κακία μας. Και στην περίπτωση όμως που το κάνει και πάλι θα Του ζητήσουμε το λόγο γιατί μας στερεί την ελευθερία να ζούμε και να "δημιουργούμε" όπως εμείς θέλουμε!
    Έπληξη όμως προκαλεί η θρησκευτικότητα του Μιχαήλ Καλάσνικωφ ο οποίος έζησε στα χρόνια της πιο σκληρής αθείας του σοβιετικού καθεστώτος. Η ίδια η κόρη του Γελένα δήλωσε στην Izvestia ότι η θρησκευτική πίστη του πατέρα της ήταν χαρακτηριστική της άθεης σοβιετικής εποχής! "Δεν μπορείς βέβαια να πεις ότι πήγαινε στις λειτουργίες και ζούσε σύμφωνα με τις Εντολες" είπε στην εφημερίδα. "Πρέπει να καταλάβεις την γενιά του..."
    Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να καταλάβεις μια γενιά άθεων που πιστεύουν στον Θεό αλλά δεν ζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Κάπως μπερδεμένη γενιά ακούγεται. Ο Καλάσνικωφ γράφει ότι θα προτιμούσε να σχολιάζει μηχανές κοπής γρασιδιού, ο Αινστάιν όταν συνηδητοποίησε τη συμβολή του στην κατασκευή της ατομικής βόμβας είπε ότι αν το ήξερε θα είχε γίνει ωρολογοποιός, ο Alfred Nobel ο εφευρέτης της δυναμίτιδας θέσπισε το περίφημο βραβείο ειρήνης για να κατασιγάσει τις ενοχές του! Διάσημοι άνθρωποι περίβλεπτοι -ίσως- αλλά διχασμένοι.
    Το δίλημμα της ζωής του όμως -ή ισως και ο διχασμός της - είναι πράγματα που μας ακουμπούν όλους έστω και αν τα δικά μας επαγγέλματα δεν επηρεάζουν την ευρύτερη ανθρωπότητα όσο οι δικές τους εφευρέσεις. Σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα οι ζωές όλων των ανθρώπων είναι αλληλοεξαρτώμενες. Δεν χρειάζεται να εφεύρεις ένα όπλο μαζικής καταστροφής για να εξοντώσεις τους άλλους. Το πετυχαίνεις πολύ καλά και συκοφαντώντας τους, λέγοντας ψέματα σε βάρος τους υποτιμώντας τους, πληγώνοντας τους με λόγια ή πράξεις.
   Μπορεί η γενιά των άθεων -πιστών να μας μοιάζει μπερδεμένη. Πώς θα βλέπουν όμως τη δική μας ζωή οι επόμενες γενιές που θα μας παρατηρούν όπως παρατηρούμε εμείς τις προηγούμενες και θα βλέπουν πώς εμείς μπορεί να "δηλώνουμε θρησκευόμενοι" αλλά η ζωή και τα έργα μας είναι το ίδιο τραγικά διχασμένα και οι ενοχές μας βασανίζουν όσο και αν θέλουμε να τις καταπνίξουμε.
    Αν υπήρχε κάτι που τόνιζε συνεχώς ο μακαριστός π.Σίμων σε όλα του τα πνευματικά παιδιά ήταν η ανάγκη της ευλογίας του Θεού σε όλα τα έργα και σε όλες τις μέρες της ανθρώπινης ζωής. Να ξεκινάει και να τελειώνει με ευλογία η κάθε μέρα. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι είχαν και έχουν αντιρρήσεις σ'αυτό προβάλλοντας το επιχείρημα ότι μ'αυτή τη φοβία δεν προχωρούν οι επιστήμες και οι τέχνες και γενικά η ζωή. Ξέρω όμως επίσης ότι στο θάνατο μας δεν παίρνουμε μαζί μας τις επιστήμες ή τις τέχνες ή το επάγγελμα μας αλλά τον εαυτό μας και τις ενοχές του. Και αυτό είναι το σημαντικο για εμάς γιατί όπως λέει κι ο Σαίξπηρ: " what matters it what went before or after; now with myself I will begin and end. Δεν εχει σημασια τι εγινε πριν ή μετά. Εγώ με τον εαυτό μου αρχίζω και τελειώνω. Κι ο εαυτός μου δεν ξεγελιέται δεν κοροϊδεύεται δεν παρηγοριέται εύκολα. Ο εαυτός μου είναι αδυσώπητος.
    Έτσι κατανοώντας την κραυγή αγωνίας του στρατηγού Καλάσνικωφ δεν μπορεί κανείς να μην αισθανθεί μια απογοήτευση από την απάντηση του εκοπροσώπου του πατριάρχη στην εφημερίδα Izvestia ο οποίος βεβαίωσε ότι εστάλη απάντηση στην επιστολή του στρατηγού και δήλωσε: "Η θέση της εκκλησίας είναι σαφής: όταν τα όπλα υπηρετούν την υπεράσπιση της πατρώας γης η Εκκλησία ευλογεί και αυτούς που τα κατασκευάζουν και τους στρατιώτες που τα χρησιμοποιούν. Ο στρατηγός σχεδίασε αυτό το όπλο για να υπερασπιστεί την πατρίδα του όχι για να το χρησιμοποιήσουν οι τρομοκράτες στη Σαουδική Αραβία."
    Πολύ διπλωματική απάντηση αλλά και δεν πρόσθεσε κάτι καινούργιο σε αυτά που ήδη σκεφτόταν ο στρατηγός και δεν αναιρεί το γεγονός ότι το ΑΚ47 εξακολουθεί να χρησιμοποιείται απο αδίστακτους ανθρώπους και να αφαιρεί ανρθώπινες ζωές σε όλο τον πλανήτη...
    Το θέμα είναι τεράστιο και πολύπλοκο και όσο περνούν αιώνες η ζωή των ανθρώπων γίνεται πιο ωμή και τα διλήμματα πολλαπλασιάζονται. Τα είδη μπορούν να μην εξελίσσονται, εξελίσσεται όμως η ανθρώπινη εφευρετικότητα στςι δικαιολογίες των λεπτών αποχρώσεων της αποστασίας απο το Θεό και τα παλιά "κλισέ" χάνουν την απήχηση τους. Γι'αυτό οι στερεότυπες εκφράσης υποτιθέμενς παρηγοριάς δεν καθησυχάζουν τον μπερδεμένο και απαιτητικό σύγχρονο άνθρωπο. Η δίψα του ανακουφίζεται μόνο από το νερό που ξεδίψασε της επίσης μπερδεμένη και απαιτητική Σαμαρείτιδα.
   Αυτή την ανάγκη των ανθρώπων γνώριζε πολύ καλά ο π.Σίμων και όταν κάποια φορά του έλεγε ένας άνθρωπος ότι η εποχή μας έχει ανάγκη απο μορφωμένους κληρικούς που θα διαφωτίσουν τους ανθρώπους απάντησε: "η εποχή μας παιδί μου έχει ανάγκη απο αγιότητα.!"
    Ας ελπίσουμε ότι ο Θεός που δεν στέρησε από την ανθρωπότητα τη δύναμη την παρηγοριά και τις απαντήσεις της αγιότητας απο την αρχή του χρόνου της δημιουργίας δεν θα μας τα στερήσει και μέχρι το τέλος του.

                                                                                               Νινέττα Βολουδάκη
                                                                                              (Αναδημοσίευση απο "Ενοριακή
                                                                                                Ευλογία" Ι.Ναού Αγίου Νικολάου 
                                                                               Πευκακίων Αθηνών- Φεβρουάριος 2014)