Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 14 Μάιος 2014
www.antifono.gr  

Το 2004 ο Νικόλας Σεβαστάκης είχε συμπεριλάβει στην Κοινότοπη χώρα μια υποδειγματική κριτική του περιοδικού ΚΛΙΚ και τουλαϊφτάιλ ως έκφραση του νέου φαντασιακού της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτισμικής ηγεμονίας των νέων αστικών μεσοστρωμάτων.[1]Δέκα χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι ένας τέτοιος θεωρητικός προσανατολισμός δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής, που τείνει να υποτιμά το λαϊφστάιλ ως πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων, αξιών, ιδεολογιών και τρόπων ζωής. Εάν όμως όλη η «μεταμοντέρνα τσογλανιά» της δεκαετίας του 1990 (για να δανειστώ μια γλαφυρή έκφραση του Νίκου Ξυδάκη) συμπυκνώθηκε συμβολικά στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις μέρες μας μια ανάλογη λειτουργία φαίνεται να επιτελείται –σε σημαντικό βαθμό και τουλάχιστον στην περιοχή της πρωτεύουσας– μέσα από τα έντυπα του λεγόμενου freepress. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε από κοντά το ένα από τα δύο δημοφιλέστερα freepress, την εβδομαδιαία εφημερίδα AthensVoice (AV), το πρώτο έντυπο αυτού του είδους που εκδόθηκε στην Αθήνα και μάλλον το πιο εμβληματικό.
Ανατομία ενός τεύχους
Την ιδεολογική προμετωπίδα της εφημερίδας εκφράζει, στην πιο ξεκάθαρη μορφή της, ο εκδότης-διευθυντής Φώτης Γεωργελές. Επιλέγω στην τύχη το editorial ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους (τχ. 473, 13-19 Μαρτίου 2014). Εκεί ο Φ. Γεωργελές επιδίδεται για νιοστή φορά στην υπεράσπιση του μνημονιακού καθεστώτος, τόσο υπό τη μορφή του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού όσο και με τη φουκωική έννοια, ως το μοναδικό καθεστώς αλήθειας. Όσοι αντιτίθενται σ’ αυτό απαξιώνονται ως «ψεκασμένοι αντιμνημονιακοί», «πολιτοφυλακές του Μαδούρο» ή, γενικότερα, οπισθοδρομικοί που έχουν καθηλωθεί σ’ έναν «παιδισμό». Οι αιτίες της άρνησης αυτής είναι σαφείς και ψυχολογικού χαρακτήρα: «Θυματοποίηση, μιζεραμπιλισμός, άρνηση της πραγματικότητας, ναρκισσισμός». Επιστρατεύονται μάλιστα τα δύο γνωστά μοτίβα που αντιτείνει συνολικά ο κυρίαρχος λόγος σήμερα απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική: «συνωμοσιολογία» και «λαϊκισμός». Η αφ’ υψηλού και νεο-οριενταλιστική οπτική απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, η οποία αυτο-επαινείται ως «προοδευτική», παίρνει κάποια στιγμή απροκάλυπτα κυνική μορφή: «Τι θυσίες ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός; Θυσίες θα έκανε αν του ζητούσαν να δίνει το 10% των εθνικών μας εσόδων για τα παιδάκια του Νίγηρα που πεινάνε».

Λίγες σελίδες παρακάτω, ο Ανδρέας Παππάς, γράφοντας για την κρίση στην Ουκρανία, κάνει μια ολομέτωπη επίθεση σε όσους δεν ταυτίζονται πλήρως με τις αμερικανικές θέσεις στο ζήτημα αυτό, κατατάσσοντάς τους στον ιθαγενή φιλορωσικό συνασπισμό, ο οποίος περιλαμβάνει ένα πολιτικό φάσμα που ξεκινά από ΚΚΕ και Λαφαζάνη και φθάνει έως την ακροδεξιά.Anchor Στο επόμενο άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη, επαγγελματικού συνεργάτη του Σταύρου Θεοδωράκη, επιχειρείται η ερμηνεία της απόφασης του τελευταίου να αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο. Εδώ πάλι έχουμε την αποθέωση της ψυχολογίστικης και ατομικιστικής εξήγησης, καθώς και την ευόδωση του αμερικάνικου ονείρου στην εντόπια εκδοχή του: «Ο Θεοδωράκης, ένα φτωχόπαιδο, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, από την Αγία Βαρβάρα, είδε να του βγαίνουν όλα όσα δοκίμασε. Και στα 50, με λυμένα όλα του τα προβλήματα, είπε να μετατρέψει τον πολιτικό του προβληματισμό σε πράξη». Στην προηγούμενη σελίδα η Σώτη Τριανταφύλλου είχε κατορθώσει να στριμώξει –με αξιοθαύμαστο, είναι αλήθεια, τρόπο– μέσα σε ένα μονάχα άρθρο σωρεία κατηγοριών εναντίον της Αριστεράς: «ηθικολογία» «πουριτανισμό», «κομφορμισμό», «δαιμονολογία» και πολλές άλλες αμαρτίες.

Σ’ ό,τι αφορά την υπόλοιπη εφημερίδα, πέρα από την παρουσίαση καλλιτεχνικών γεγονότων και συνεντεύξεων, ένα δισέλιδο είναι αφιερωμένο στο αρχιτεκτονικό συμπόσιο TheAthensMinutes. Εδώ εξαίρεται ο ρόλος που παίζουν τα ιδιωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα το ΔΕΣΤΕ (του χορηγού Δάκη Ιωάννου), αναφορικά με τη σύνδεση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την τέχνη και τα μουσεία. Στο τεύχος περιλαμβάνεται κι ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο Κολωνάκι, όπου κυριαρχεί η παρουσίαση καταστημάτων, εστιατορίων και καφέ, χωρίς κάποιο μέλημα για μια κοινωνικοϊστορική ματιά στην περιοχή.

Δεν χρειάζεται ενδελεχής σχολιασμός για να αντιληφθεί κανείς ότι όλες οι θεματικές του νεοφιλελευθερισμού, τόσο ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος όσο και ως αξιακού προτύπου, βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ πέρα. Παρ’ όλη μάλιστα τη διαρκή επίκληση ενός «φιλελευθερισμού» εκ μέρους της εφημερίδας, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο στο τεύχος, το οποίο –ακόμη και εν είδει άλλοθι– θα εξέφραζε μια διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση. Το συγκεκριμένο τεύχος μπορεί να επιλέχθηκε τυχαία, αλλά για όσους παρακολουθούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την AV, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό του ιδεολογικού της προσανατολισμού.

Ο προσανατολισμός αυτός δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν η AV αυτοπαρουσιαζόταν ως ένα ακόμη έντυπο του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κάποιος να της ασκήσει κριτική σε επιμέρους σημεία, όχι όμως στον κεντρικό της ιδεολογικό πυρήνα. Μια τέτοιου τύπου κριτική, για παράδειγμα, έχει ασκηθεί στην πάλαι ποτέ ναυαρχίδα του αστικού Τύπου Καθημερινή για την επικίνδυνη χρήση της «θεωρίας των δύο άκρων» — στην αγωνιώδη προσπάθεια του ομίλου Αλαφούζου να στηρίξει το μνημονιακό καθεστώς απέναντι στην «παλαβή Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα, ωστόσο, με την AV είναι ότι επιδιώκει τους ίδιους στόχους μέσα από την αυτοπαρουσίασή της ως ενός, υποτίθεται, προοδευτικού, εναλλακτικού και cool εντύπου που, σε σημαντικό βαθμό, απευθύνεται σε νέους ανθρώπους.

Το τελευταίο σημείο περιπλέκει αρκετά τα πράγματα. Κι εδώ ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσοι έχουν κάποια σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές, ιδιαίτερα εκείνες των θεωρητικών επιστημών, έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον εντυπωσιακό πολιτικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα του νεανικού πληθυσμού, το οποίο αδυνατεί τις περισσότερες φορές να διαβάσει πίσω από τα επιφαινόμενα ή/και αδιαφορεί για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.

Οι νέοι και ο «αριστερός μιζεραμπιλισμός»
Ένα-δυο πρόσφατα παραδείγματα μονάχα, μέσα από την προσωπική μου εμπειρία. Πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το νεοσύστατο «Ποτάμι» με πολιτικο-ιδεολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να παίρνουν ως δεδομένη τη μεταπολιτική ρητορική του Ποταμάρχη, που υποτίθεται ότι κινείται «πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς/Δεξιάς». Ή ακόμη, ο πρόσφατος πνιγμός των μεταναστών στο Φαρμακονήσι δεν αποτελεί, φοβάμαι, καν θέμα που τραβά το ενδιαφέρον των περισσότερων νέων ανθρώπων. Κι αυτό όχι επειδή οι τελευταίοι έχουν απολέσει, πιστεύω, την ικανότητά τους να συμπονούν τις ψυχές των απελπισμένων που καταλήγουν στο βυθό της Μεσογείου, αλλά επειδή στα μάτια τους αποτελεί ένα «μίζερο» ζήτημα. Με τον ίδιο τρόπο που όλα εκείνα για τα οποία μιλά καθημερινά η Αριστερά (τη φτώχεια, τις απολύσεις, την απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τον εντεινόμενο αυταρχισμό, τη βία απέναντι στους μετανάστες κ.λπ.) φαντάζουν ως ένδειξη κι απόδειξη μαζί της «αριστερής γκρίνιας» που «δεν βρίσκει τίποτα θετικό» σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρόκειται για εκείνο τον «μιζεραμπιλισμό» για τον οποίο οδύρεται κάθε Πέμπτη ο κ. Γεωργελές. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι πολλοί φοιτητές δείχνουν να θεωρούν «πιο βαριά» εφημερίδα το αντίπαλο δέον της AV, τη LIFO, η οποία εδώ και καιρό έχει τραβήξει προς την αντίθετη ιδεολογική κατεύθυνση, δίνοντας επιπλέον μεγαλύτερο βάρος σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Ας συνυπολογίσουμε εδώ τις επιδράσεις που έχει δεχθεί αυτή η γενιά από την ιδιωτική τηλεόραση, καθώς και τη σημασία που παίζει στη συγκρότηση της ταυτότητάς της η κουλτούρα της κατανάλωσης.

Τα ιδιαιτέρως δημοφιλή στους νέους ανθρώπους έντυπα του freepress φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση ενός τέτοιου ήθους απέναντι στα κοινωνικά πράγματα. Ωστόσο, η ρητά εκπεφρασμένη ιδεολογία τους είναι ένα μέρος μόνο του ζητήματος. Ίσως πιο σημαντικός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται και προβάλλονται μια σειρά θεματικές που έχουν να κάνουν με την τέχνη, την ψυχαγωγία, αλλά και τα καταναλωτικά προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή, η μεταμοντέρνα έμφαση στο ύφος δεν είναι κάτι που αφήνει ανέγγιχτες τις αντιλήψεις για τα καθαυτό κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η προώθηση μιας επιδερμικής κουλτούρας τουφαίνεσθαι, είτε στη mainstream λαμπερή εκδοχή της είτε στη χίπστερ «εναλλακτική» απο-ιδεολογικοποιημένη μορφή της, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην κατασκευή μιας αντίληψης που καταλήγει να αντιμετωπίζει ως «μίζερα» όλα εκείνα τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση του συλλογικού μας βίου.

Κι ας μην μας ξεγελά η φαινομενική μείωση του ειδικού βάρους που έχει το λαϊφστάιλ σήμερα εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας. Όπως μας δείχνει η σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία, η αθέατη βιοπολιτική κυριαρχία που ασκείται διαμέσου του καταναλωτισμού βασίζεται στη διαδικασία μέσω της οποίας το καταναλωτικό προϊόν καθίσταται πλέον αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης κι επιθυμίας, εισερχόμενο σε ένα φαντασιωτικό πλαίσιο που διασφαλίζει την προσκόλληση των υποκειμένων στην ταυτότητα του καταναλωτή.[2] Επιπλέον, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάβροχες σφαίρες η ιδιωτική κατανάλωση και η δημόσια πολιτική, στον βαθμό που αυτές αλληλοδιαπλέκονται, παράγοντας τον «ενοποιημένο καταναλωτή/πολίτη/ψηφοφόρο».[3] Η σημαντική απήχηση ενός μεταπολιτικού μορφώματος όπως το Ποτάμι, που πλασάρεται στην πολιτική αγορά με όρους τηλεοπτικού προϊόντος, εντάσσεται άμεσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Το λαϊφστάιλ δεν είναι αδιάφορο για την Αριστερά
Κατά την άποψή μου λοιπόν, το λαϊφστάιλ θα έπρεπε να αποτελέσει σοβαρότερο μέλημα μιας αριστερής κριτικής ενασχόλησης, και μάλιστα όχι μονάχα ως πεδίο εφαρμογής των εργαλείων της σύγχρονης θεωρίας. Έχω εδώ κατά νου τις ενδιαφέρουσες ιδέες που είχε αναπτύξει ο Ανδρέας Καρίτζης σε ένα παλαιότερο άρθρο του στα Ενθέματα, αναφορικά με την ανεπάρκεια της ορθολογικής επιχειρηματολογίας, την οποία κατά κανόνα χρησιμοποιεί ο αριστερός λόγος για να αντιμετωπίσει τη δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής. Όπως εξηγούσε, δίπλα σε μια τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία, δεν θα έπρεπε να φοβηθούμε την προσπάθεια εμπέδωσης μιας ευρείας νεολαιίστικης αντιφασιστικής κουλτούρας, στην οποία ο αντιφασισμός θα γινόταν ακόμη και «μόδα».[4] Τέτοιο παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το ετήσιο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, το οποίο, αν και οι αριστερές ομάδες πρωτοστατούν στην οργάνωσή του, συγκεντρώνει ένα πολυπληθές και πολύ ευρύτερο κοινό, που έλκεται από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ή τη γενικότερη ατμόσφαιρα.

Από μια τέτοια σκοπιά, και με δεδομένη τη δυσκολία ή την ανεπάρκεια του ορθολογικού ιδιώματος να βρει διόδους επικοινωνίας σε ευρύτερα ακροατήρια, θα έλεγα ότι το λαϊφστάιλ είναι ο χώρος στον οποίο παίζεται σε πολύ σημαντικό βαθμό η κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτισμικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τους νέους ανθρώπους. Συνεπώς, το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνει η αριστερή σκέψη και πρακτική είναι να το υποτιμά και να το αγνοεί, τόσο ως πεδίο κριτικής ανάλυσης όσο και ως πεδίο κοινωνικής παρέμβασης.

Επιστρέφοντας στην AthensVoice, οι μόνες συμπαθητικές, για μένα τουλάχιστον, στήλες της βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες: στο «Σε Είδα», που –καλώς ή κακώς– αναστέλλει τη μη ευόδωση διαφόρων ερωτικών γνωριμιών, καθώς και στο «Μίλα μου βρώμικα» της Μυρτώς Κοντοβά, η οποία καθησυχάζει, με τον αιχμηρό τρόπο της, τις κάθε λογής ψυχοσεξουαλικές ανασφάλειες που αναφύονται στην περιοχή της πρωτεύουσας. Το γεγονός ότι αυτές τις δύο στήλες διαβάζουν πρώτα οι φοιτητές μόλις πάρουν στα χέρια τους την AV ίσως αποτελεί, τελικά, σημείο ελπίδας.

*Ο Τάκης Γέρος διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

[1] Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας,Αθήνα 2004 (βλ. κεφ. 3).
[2]  Γιάννης Σταυρακάκης. Η λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική,Σαββάλας, Αθήνα 2012. (βλ. κεφ. 7).
[3] Lisabeth Cohen. A Consumer’s Republic. The Politics of Mass Consumption in Postwar America, Vintage, ΝέαΥόρκη 2004.
[4] Ανδρέας Καρίτζης, «Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης»,Ενθέματα της Αυγής, 9.9.2012 (goo.gl/umfDxz).


Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

George Orwell: Πολιτική και γλώσσα

Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης

Σημείωμα του μεταφραστή: Το παρακάτω κείμενο περιλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα εκτενέστερο δοκίμιο του George Orwell που δημοσιεύθηκε το 1946 με τον τίτλο ‘Politics and the English Language’[υπάρχει ολόκληρο στο Διαδίκτυο, σε πολλές διευθύνσεις]. Παραλείποντας μόνο τα παραδείγματα και τα σχόλια που αναφέρονται συγκεκριμένα στην αγγλική γλώσσα, μετέφρασα τα τμήματα που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, υπεράνω γλωσσικών συνόρων (όπου το κείμενο γράφει ‘αγγλική’, ο αναγνώστης μπορεί να βάλει ‘ελληνική’ χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά το νόημα). Όσοι πιστεύουν ότι η χρήση της γλώσσας από τους πολιτικούς έχει βελτιωθεί από τότε, μπορεί να αλλάξουν γνώμη διαβάζοντας το κείμενο. Μάλιστα στην εποχή μας η γενικευμένη τάση της ‘πολιτικής ορθότητας’ (political correctness) και η υποταγή της πολιτικής βούλησης στην ‘επικοινωνιακή τεχνική’ έχουν κάνει τη γλώσσα σχεδόν αγνώριστη στα στόματα και τα κείμενα των επαγγελματιών της χειραγώγησης ανθρώπων.

Ας σημειώσω για όσους δεν το γνωρίζουν ότι ο Orwell στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάσθηκε ως συνεργάτης πολιτικής προπαγάνδας του BBC και επαγγελματίας συντάκτης πολιτικών κειμένων και φυλλαδίων. Έτσι, οι απόψεις του διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από προσωπική πείρα. Τα παραδείγματα που παραθέτει αναφέρονται βέβαια στην εποχή του (τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακμή του σταλινισμού στην τότε Σοβιετική Ένωση, δύση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), αλλά δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα δυσκολευθεί να σκεφθεί ανάλογες καταστάσεις και στην εποχή μας. 

«Οι περισσότεροι που κάνουν τον κόπο να ασχοληθούν με το θέμα παραδέχονται ότι η [αγγλική] γλώσσα βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αλλά η γενική πεποίθηση είναι ότι δεν μπορούμε με συνειδητή δράση να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ο πολιτισμός μας είναι παρακμασμένος και η γλώσσα μας—λέει το επιχείρημα—αναπόφευκτα θα ακολουθήσει τη γενική κατάρρευση. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε αγώνας κατά της κακοποίησης της γλώσσας είναι ένας συναισθηματικός αρχαϊσμός, όπως το να προτιμά κανείς τα κεριά από το ηλεκτρικό φως ή τα αμάξια με άλογα από τα αεροπλάνα. Κάτω από την άποψη αυτή βρίσκεται η μισο-συνειδητή πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι μια φυσική εξέλιξη και όχι ένα όργανο που το διαμορφώνουμε για τους δικούς μας σκοπούς.

Είναι βέβαια σαφές ότι η κατάπτωση μιας γλώσσας τελικά έχει πολιτικά και οικονομικά αίτια: δεν οφείλεται απλά στην κακή επίδραση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου γραφιά. Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα μπορεί να γίνει αίτιο, που ενισχύει το αρχικό αίτιο και επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα σε πιο έντονη μορφή, και ούτω καθεξής επ’ αόριστον. Μπορεί κάποιος να το ρίξει στο ποτό διότι θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο, και στη συνέχεια να αποτυγχάνει όλο και περισσότερο διότι πίνει. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Γίνεται άσχημη και ανακριβής διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η αφροντισιά της γλώσσας μας διευκολύνει τις ανόητες σκέψεις μας. Το θέμα είναι ότι αυτή η διαδικασία είναι αναστρέψιμη. Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, ιδίως η γραπτή, είναι γεμάτη κακές συνήθειες που διαδίδονται με τη μίμηση και που μπορούν να αποφευχθούν αν κανείς θελήσει να καταβάλει τον απαραίτητο κόπο. Αν απαλλαγεί κανείς από τις συνήθειες αυτές, μπορεί να σκεφθεί πιο καθαρά, και η καθαρή σκέψη είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα προς μια πολιτική αναγέννηση, που σημαίνει ότι η μάχη κατά της κακής γλώσσας δεν είναι ιδιοτροπία και δεν αφορά αποκλειστικά τους επαγγελματίες γραφείς. […]

[…] Καθένα από τα παραδείγματα έχει τα δικά του σφάλματα, αλλά ξέχωρα από την ασχήμια που μπορεί να αποφευχθεί, δυο ιδιότητες είναι κοινές σε όλα. Η πρώτη είναι η ‘μπαγιατίλα’ των εικόνων, η δεύτερη είναι η έλλειψη ακριβείας. Ο γράφων είτε έχει ένα νόημα και δεν μπορεί να το εκφράσει, ή χωρίς να το θέλει λέει κάτι άλλο, ή σχεδόν αδιαφορεί τελείως για το αν οι λέξεις του σημαίνουν κάτι ή όχι. Αυτό το μίγμα ασάφειας και καθαρής ανικανότητας είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αγγλικής πρόζας, και ειδικά κάθε είδους πολιτικού γραψίματος. Μόλις τεθούν συγκεκριμένα θέματα, το συμπαγές χάνεται μέσα στο αφηρημένο και κανείς δεν δείχνει ικανός να σκεφθεί σχήματα λόγου που δεν είναι τετριμμένα: η πρόζα αποτελείται όλο και λιγότερο απόλέξεις διαλεγμένες για το νόημά τους, και όλο και περισσότερο από φράσεις κολλημένες μεταξύ τους σαν κομμάτια από ένα προκατασκευασμένο κοτέτσι.  

[…] Πολλές πολιτικές λέξεις υφίστανται παρόμοια κακοποίηση. Η λέξη Φασισμός δεν έχει πια κανένα νόημα παρά μόνο στο βαθμό που σημαίνει ‘κάτι μη επιθυμητό’. Οι λέξεις δημοκρατία, σοσιαλισμός, ελευθερία, πατριωτικός, ρεαλιστικός, δικαιοσύνη έχουν καθεμία πολλές διαφορετικές σημασίες, που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Στην περίπτωση μιας λέξης όπως δημοκρατία, όχι μόνο δεν υπάρχει συμφωνημένος ορισμός, αλλά κάθε προσπάθεια να δοθεί ορισμός βρίσκει αντίσταση απ’ όλες τις μεριές. Είναι σχεδόν παγκόσμια η αίσθηση ότι όταν ονομάζουμε μια χώρα δημοκρατική την επαινούμε: κατά συνέπεια οι υποστηρικτές κάθε είδους καθεστώτος υποστηρίζουν ότι είναι δημοκρατία, και φοβούνται ότι ίσως θα έπρεπε να πάψουν να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή αν την καθήλωναν σε ένα μόνο νόημα. Τέτοιες λέξεις συχνά χρησιμοποιούνται με συνειδητά ανέντιμο τρόπο. Δηλαδή, εκείνος που τις χρησιμοποιεί έχει τον δικό του προσωπικό ορισμό, αλλά αφήνει τον ακροατή του να νομίζει ότι εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό […] Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται με ποικίλες σημασίες, στις περισσότερες περιπτώσεις περισσότερο ή λιγότερο ανέντιμα, είναι: τάξη, ολοκληρωτικός, επιστήμη, προοδευτικός, αντιδραστικός, μπουρζουά, ισότητα.  

[…] Ένας σχολαστικός γραφέας, σε κάθε πρόταση που γράφει, θα υποβάλλει στον εαυτό του τέσσερα τουλάχιστον ερωτήματα, τα εξής:

Τι προσπαθώ να πω;
Ποιες λέξεις θα το εκφράσουν;
Ποια εικόνα ή μεταφορά θα το κάνει σαφέστερο;
Είναι η εικόνα αρκετά φρέσκια ώστε να έχει αποτέλεσμα;
Και πιθανώς θα ρωτήσει και δυο ακόμη πράγματα:

Θα μπορούσα να το πω με πιο σύντομο τρόπο;
Έχω πει τίποτε άσχημο που θα μπορούσα να αποφύγω;
Όμως δεν είστε υποχρεωμένος να κάνετε όλον αυτό τον κόπο. Μπορείτε να τον αποφύγετε απλώς ανοίγοντας το μυαλό σας και αφήνοντας τις ετοιματζίδικες φράσεις να μπουν μέσα. Αυτές θα στήσουν τις προτάσεις σας—θα σκεφτούν ακόμη και τις σκέψεις σας, ως ένα βαθμό—και εν ανάγκη θα επιτελέσουν τη σημαντική υπηρεσία να συγκαλύψουν εν μέρει το νόημά σας ακόμη κι από σας τους ίδιους. Ακριβώς στο σημείο αυτό φαίνεται καθαρά η ειδική σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την υποβάθμιση της γλώσσας.

Στην εποχή μας γενικά ο πολιτικός λόγος είναι κακός λόγος. Όπου δεν ισχύει αυτό, συνήθως ανακαλύπτουμε ότι ο γράφων είναι ένα είδος επαναστάτη που εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις και όχι μια ‘κομματική γραμμή’. Φαίνεται ότι η δογματική ορθοδοξία, οποιουδήποτε χρώματος, απαιτεί ένα άψυχο, μιμητικό στυλ. Οι πολιτικές διάλεκτοι που συναντά κανείς σε φυλλάδια, κύρια άρθρα, μανιφέστα, νομοσχέδια και λόγους υφυπουργών διαφέρουν βέβαια από κόμμα σε κόμμα, αλλά όλες μοιάζουν στο ότι σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει κανείς μια φρέσκια, ζωντανή, αυτοσχέδια μορφή λόγου […] Όταν παρακολουθεί κανείς κάποιον κουρασμένο ομιλητή στο βήμα να επαναλαμβάνει μηχανικά τις συνηθισμένες φράσεις […] έχει συχνά την αίσθηση ότι παρακολουθεί όχι ένα ζωντανό άνθρωπο, αλλά ένα είδος κούκλας […] Ένας τέτοιος ομιλητής έχει σε κάποιο βαθμό μετατρέψει τον εαυτό του σε μηχανή. Από τον λάρυγγά του βγαίνουν οι κατάλληλοι ήχοι, αλλά ο εγκέφαλός του δεν συμμετέχει, όπως θα συνέβαινε αν διάλεγε ο ίδιος τις λέξεις του. Αν τον λόγο που βγάζει έχει συνηθίσει να τον κάνει πολλές φορές, μπορεί σχεδόν να μην έχει επίγνωση του τι λέει, όπως όταν λέει κανείς το ‘Κύριε ελέησον’ στην εκκλησία. Αυτή η κατάσταση μειωμένης επίγνωσης, αν όχι απαραίτητη, είναι οπωσδήποτε ευνοϊκή για την πολιτική συμμόρφωση.  

Στην εποχή μας, ο πολιτικός λόγος και η γραφή υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα ανυποστήρικτα. Γεγονότα όπως η συνεχιζόμενη Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία, οι Ρωσικές εκκαθαρίσεις και εκτοπίσεις, η ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία μπορούν πράγματι να υποστηριχθούν, αλλά μόνο με επιχειρήματα που είναι πολύ σκληρά για τους περισσότερους ανθρώπους και που δεν συνάδουν με τους ομολογούμενους σκοπούς των πολιτικών κομμάτων. Έτσι η πολιτική γλώσσα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποτελείται από ευφημισμούς, φαύλους κύκλους και καθαρή νεφελώδη ασάφεια. Ανυπεράσπιστα χωριά βομβαρδίζονται από αέρος, οι κάτοικοί τους διώχνονται στην ύπαιθρο, τα ζωντανά σκοτώνονται με πολυβολισμούς, οι καλύβες πυρπολούνται με εμπρηστικές σφαίρες: αυτό ονομάζεται ειρήνευση (pacification). Εκατομμύρια χωρικοί διώχνονται από τα κτήματά τους και στέλνονται στους δρόμους μόνο με όσα μπορούν να κουβαλήσουν: αυτό ονομάζεται μετακίνηση πληθυσμών ή επανόρθωση των συνόρων. Άνθρωποι φυλακίζονται για χρόνια χωρίς δίκη, ή εκτελούνται με μια σφαίρα στον αυχένα ή στέλνονται να πεθάνουν από σκορβούτο στα Αρκτικά στρατόπεδα εργασίας: αυτό λέγεται απομάκρυνση αντιδραστικών στοιχείων. Μια τέτοια φρασεολογία χρειάζεται όταν κανείς θέλει να κατονομάσει πράγματα χωρίς να ανακαλέσει νοερά τις εικόνες τους. Για σκεφθείτε για παράδειγμα έναν βολεμένο Άγγλο καθηγητή να υπερασπίζεται τον Ρωσικό ολοκληρωτισμό. Δεν μπορεί να πει ξεκάθαρα: ‘Πιστεύω ότι πρέπει να εξοντώνεις τους αντιπάλους σου όταν αυτό θα φέρει καλά αποτελέσματα’. Συνεπώς είναι πιθανό ότι θα πει κάτι σαν κι αυτό:

‘Αν και αβίαστα δέχομαι ότι το Σοβιετικό καθεστώς παρουσιάζει κάποια χαρακτηριστικά που ένας ανθρωπιστής μάλλον θα κατακρίνει, θα πρέπει, νομίζω, να συμφωνήσουμε ότι ένας κάποιος περιορισμός του δικαιώματος πολιτικής αντίθεσης είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των μεταβατικών περιόδων, και ότι οι δυσχέρειες που έχει κληθεί να υποστεί ο Ρωσικός λαός είναι επαρκώς δικαιολογημένες στη σφαίρα των στέρεων επιτευγμάτων’.

Το πομπώδες στυλ είναι κι αυτό ένα είδος ευφημισμού. Ένας σωρός από μακροσκελείς λέξεις πέφτει πάνω στα γεγονότα σαν μαλακό χιόνι που θολώνει το περίγραμμα και συγκαλύπτει τις λεπτομέρειες. Ο μεγάλος εχθρός της καθαρής γλώσσας είναι η ανειλικρίνεια. Όπου υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους πραγματικούς και τους δηλωμένους σκοπούς κάποιου, ο δράστης καταφεύγει ενστικτωδώς σε μακρές λέξεις και εξαντλημένους ιδιωματισμούς, σαν τη σουπιά που χύνει μελάνι. Στην εποχή μας δεν μπορεί να μείνει κανείς ‘εκτός πολιτικής’. Όλα τα θέματα είναι πολιτικά θέματα, και η ίδια η πολιτική είναι ένας σωρός από ψέματα, υπεκφυγές, τρέλα, μίσος και σχιζοφρένεια. Όταν η γενική ατμόσφαιρα είναι κακή, η γλώσσα αναγκαστικά πάσχει. Δεν έχω επαρκείς γνώσεις για να το επαληθεύσω, αλλά μαντεύω ότι η γερμανική, η ρωσική και η ιταλική γλώσσα έχουν όλες χειροτερέψει μέσα στα τελευταία 10-15 χρόνια λόγω των δικτατορικών καθεστώτων. 

Αν όμως η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα, και η γλώσσα μπορεί να διαφθείρει τη σκέψη. Μια κακή χρήση μπορεί να εξαπλωθεί με τη συνήθεια και τη μίμηση ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους που (θα έπρεπε να) γνωρίζουν καλύτερα τη γλώσσα […] Οι λέξεις, σαν άλογα του ιππικού που ανταποκρίνονται στο σάλπισμα, ομαδοποιούνται αυτόματα σε γνωστές ανιαρές εικόνες. Αυτή η εισβολή προκατασκευασμένων φράσεων στο μυαλό μπορεί να προληφθεί μόνο αν κάποιος είναι σε συνεχή εγρήγορση εναντίον τους, καθώς κάθε τέτοια φράση αναισθητοποιεί ένα μέρος του εγκεφάλου.

Είπα παραπάνω ότι ο εκφυλισμός της γλώσσας μας πιθανώς μπορεί να θεραπευθεί. Αυτοί που αρνούνται το γεγονός αυτό θα υποστήριζαν […] ότι η γλώσσα απλώς αντανακλά τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, και ότι δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την εξέλιξή της με άμεση παρέμβαση στις λέξεις και τις δομές. Αυτό μπορεί να ισχύει για τον γενικό τόνο ή το πνεύμα μιας γλώσσας, αλλά όχι για τις λεπτομέρειες. Ανόητες λέξεις ή εκφράσεις συχνά έχουν εξαφανισθεί, όχι μέσω κάποιας εξελικτικής διεργασίας, αλλά με συνειδητή δράση μιας μειονότητας [...]

Η υπεράσπιση της αγγλικής γλώσσας δεν έχει καμιά σχέση με αρχαϊσμούς, με τη διάσωση παρωχημένων λέξεων και εκφράσεων, ή με τη δημιουργία μιας ‘πρότυπης αγγλικής’ από την οποία δεν πρέπει ποτέ να αποκλίνουμε. Αντίθετα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κατάργηση κάθε λέξης ή ιδιωματισμού που έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του […] Αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι να αφήσουμε το νόημα να διαλέξει τη λέξη, και όχι το αντίστροφο. Στην πρόζα το χειρότερο που μπορείς να κάνεις με τις λέξεις είναι να παραδοθείς σ’ αυτές. Όταν σκέφτεσαι κάποιο στέρεο αντικείμενο, σκέφτεσαι χωρίς λέξεις, και στη συνέχεια, αν θέλεις να περιγράψεις το πράγμα που φανταζόσουν, πιθανώς ψάχνεις μέχρι να βρεις τις ακριβείς λέξεις που φαίνεται να ταιριάζουν. Όταν σκέφτεσαι κάτι αφηρημένο, έχεις περισσότερο την τάση να χρησιμοποιείς λέξεις από την αρχή, και αν δεν κάνεις συνειδητή προσπάθεια να την εμποδίσεις, η υπάρχουσα διάλεκτος θα ξεπηδήσει αυτόματα και θα κάνει τη δουλειά για λογαριασμό σου, με τίμημα τη θόλωση ή και την αλλοίωση του νοήματός σου. Είναι ίσως καλύτερα να αναβάλει κανείς τη χρήση λέξεων για όσο γίνεται περισσότερο και να κάνει το νόημά του όσο πιο καθαρό μπορεί με εικόνες και αισθήσεις. Στη συνέχεια μπορεί κανείς να διαλέξει—όχι απλά να αποδεχθεί—τις φράσεις που αποδίδουν καλύτερα το νόημα, κι έπειτα να αντιστρέψει τη διαδικασία και να σκεφθεί τι εντυπώσεις είναι πιθανό να δώσουν τα λόγια του σε κάποιο άλλο πρόσωπο […]

Δεν ασχολήθηκα εδώ με τη λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, αλλά με τη γλώσσα ως εργαλείο έκφρασης και όχι συγκάλυψης ή παρεμπόδισης της σκέψης […] Θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι το σημερινό πολιτικό χάος συνδέεται με τον εκφυλισμό της γλώσσας, και ότι πιθανώς μπορεί κανείς να επιφέρει κάποια βελτίωση αρχίζοντας από τη γλωσσική πλευρά. Αν απλουστεύσεις τα αγγλικά σου, ελευθερώνεσαι από τις χειρότερες τρέλες του δογματισμού. Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά από τις απαραίτητες διαλέκτους, κι αν πεις κάτι ανόητο, η ανοησία του θα είναι προφανής, ακόμη και σε σένα. Η πολιτική γλώσσα—κι αυτό με παραλλαγές ισχύει για όλα τα πολιτικά κόμματα, από Συντηρητικούς μέχρι Αναρχικούς—είναι σχεδιασμένη να κάνει τα ψέματα να ακούγονται σαν αλήθειες και το έγκλημα σαν αξιοπρέπεια, και να δίνει μια εικόνα στερεότητας σε αέρα φρέσκο. Δεν μπορεί κανείς να τα αλλάξει όλα αυτά σε μια στιγμή, αλλά τουλάχιστον μπορεί να αλλάξει τις συνήθειές του, και από καιρό σε καιρό μπορεί ακόμη, αν χλευάσει αρκετά δυνατά, να στείλει μια τετριμμένη και άχρηστη φράση […] στο σκουπιδοτενεκέ, εκεί που ανήκει».    

http://www.orwell.ru/library/essays/politics/english/e_polit


πηγή: Aντίφωνο